Η Κοινότητα των φίλων, Τα κείμενα που διαβάσαμε στη διαδρομή
Δράση: Il camino commune. To τραγούδι. Ύδρα
Bird, Leonard Cohen
Like a bird on the wire,
like a drunk in a midnight choir
I have tried in my way to be free.
Like a worm on a hook,
like a knight from some old fashioned book
I have saved all my ribbons for thee.
If I, if I have been unkind,
I hope that you can just let it go by.
If I, if I have been untrue
For Frank and Marian Scott
Silence
Silence and a deeper silence
when the crickets
hesitate I hope you know it was never to you
La FELICITA
la felicita deve ridiventare un concetto politico per certi aspetti e come lo intendevano i pensatori settecenteschi ….la felicita e un piacere che dura che si ripete …………..
la felicita e il bene colletivo piu prezioso che deve assumere una dimensione istituzionale per potersi garantire una continuita nel tempo.La felicita e un affeto attivo e non passivo. .
Νegri A., Ηardt M., Comune, Oltre il Privato e il Publico
Όταν οι ρaπερ φωνάζουν την αιτία, μπουκάρει η αστυνομία
…ζω ανάμεσα σε σπασμένες σύριγγες οι πόρτες των καταληψιών κρέμονται από τους μεντεσέδες
πόρνες ψάχνουν λεφτά για τη δόση τους
πυροβολώντας το αιδείο τους αφήνοντας χρησιμοποιημένα προφυλακτικά στα σκαλιά
δίπλα στους σπασμένους σωλήνες που παρατάνε…………….
LUISELLA CARLEI
ARCHITETTA ΖΕΙ ΣΤΗ ΡΩΜΗ
“Vecchie scarpe da giramondo, mi rubate spazio e mi ricordate altri tempi…e mi ricordate non solo il passato ma ancor più qualcosa di quotidianamente nuovo: la lotta e la fuga della mia vita. Perchè tutte le mie peregrinazioni, tutti i miei viaggi erano e sono in fondo soltanto una fuga, non certo la fuga di chi vive in una grande città e di un giramondo. non la fuga da se stessi, la fuga perenne del proprio Io verso l’esterno, ma l’opposto: un tentativo di fuga da questo tempo, da questo tempo di tecnica e di denaro, di guerra e di avidità di ricchezze” (H.Hesse).
L’infinito viaggiare, la capacità di vivere l’attimo, ogni attimo e non solo quelli privilegiati ed eccezionali, senza sacrificarlo al futuro, senza annientarlo nei progetti e nei programmi, senza considerarlo semplicemente un momento da far passare presto per raggiungere qualcosa d’altro. Quasi sempre, nella propria esistenza si hanno troppe ragioni per sperare che essa passi il più rapidamente possibile, che il presente diventi quanto più velocemente futuro, che il domani arrivi quanto prima e così… si vive non per vivere ma per aver già vissuto, per essere più vicini alla morte, per morire. Le gambe sono davvero compassi che misurano il mondo e se dopo dieci minuti di salita a piedi, ti volti a guardare il punto da cui eri partito, ti sorprendi a pensare quanto sia facile andare lontano e che sarebbe bello non fermarsi. Passare la vita in cammino.
“Vedo degli uomini come alberi che camminano”,la risposta è una delle più belle immagini del camminare alla domanda che gesù rivolge al cieco dopo averlo condotto fuori dal villaggio e avergli messo della saliva sugli occhi.
Siamo liberi di camminare? “Questa meta, quale che sia, non è nulla per me, il movimento è tutto” un modo di vedere il mondo e se stessi, camminare non è muoversi per muoversi, raccontare le cose che si vedono, le storie che si ascoltano, sono in gioco istinti irrazionali, l’irrequietezza umana come metafora della nostalgia dello spazio,
Non finiremo mai di cercare.
E la fine della nostra ricerca sarà l’arrivare al punto dacui siamo partiti
e il conoscere quel luogo per la prima volta. T.S.Eliot
quante sorprese e quale intensità nel vedere di nuovo ciò che si è già visto, vedere in primavera quello che si era visto in estate, vedere di giorno quel che si è visto di notte, con il sole dove la prima volta pioveva, vedere il frutto maturo, la pietra che ha cambiato posto, l’ombra che non c’era, ritornare sui passi già dati, per ripeterli e tracciarvi nuovi cammini.
Γιώργος Τζιρτζιλάκης
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ, ΖΕΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
«Ο λαβύρινθος των αόρατων μονοπατιών που φιδοσέρνονται σ’ όλη την Αυστραλία που οι Ευρωπαίοι τα ξέρουν σαν Δρόμους της Εποχής των Ονείρων ή Μονοπάτια των Τραγουδιών για τους Αυτόχθονες είναι τα Χνάρια των Προγόνων ή Δρόμος του Νόμου. Οι μύθοι των Αυτοχθόνων γύρω από την Δημιουργία μιλάνε για θρυλικά τοτεμικά πλάσματα που περιπλανιόνταν την Εποχή των Ονείρων σ’ ολόκληρη την ήπειρο και ονόμαζαν με το τραγούδι τους καθετί που συναντούσαν στο διάβα τους – πουλιά, ζώα φυτά, βράχια γούρνες- κι έτσι τραγουδώντας δημιουργούσαν τον κόσμο. (σελ. 6 κτλ)
Ολόκληρη η ήπειρος είναι γεμάτη με ιερά μονοπάτια που έχουν τραγουδηθεί από τον πρόγονο του κάθε τοτέμ, είναι τα ίχνη των Ονείρων που παρέμειναν στην γη σαν δρόμοι επικοινωνίας μεταξύ των απομακρυσμένων φυλών. Ο άνθρωπος που έφευγε για περιπλάνηση έκανε ένα τελετουργικό ταξίδι. Βάδιζε πάνω στα χνάρια του Προγόνου του. Οι Αυτόχθονες δεν μπορούν να πιστέψουν ότι υπάρχει η χώρα αν δεν την δουν και την τραγουδήσουν, όπως ακριβώς την εποχή των Ονείρων”
Οι μητέρες, λένε στα παιδιά τους ιστορίες κάνοντας πάνω στην άμμο σχέδια για να εικονογραφήσουν τις περιπλανήσεις των ηρώων κατά την Εποχή των Ονείρων, χαράζοντας τα ίχνη των προγόνων. Έτσι μαθαίνουν τα μικρά παιδιά να προσανατολίζονται στη γη τους.
Οι πραγματικές ζωγραφιές όμως φτιάχνονται σε μυστικές τελετές που μπορούν να τις δουν μόνο οι μυημένοι. Τα τραγούδια είναι ο χάρτης ολόκληρης της ηπείρου και οι ζωγραφιές που βλέπεις τα Ιερά τους Όνειρα, περιζήτητα έργα τέχνης τώρα πια, που φτιάχνονται για τα μάτια των δυτικών…
Οι Αυτόχθονες ήταν ένας λαός που βάδιζε ανάλαφρα πάνω στη γη και όσο πιο λίγα έπαιρνε απ’ αυτή τόσο πιο λίγα είχε να δώσει σ’ αντάλλαγμα, όταν ήθελαν να ευχαριστήσουν την γη για τα δώρα της, άφηναν το δικό τους αίμα να ραντίσει το χώμα. Όλοι οι νομαδικοί λαοί αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως τέλειο σε αντίθεση με εμάς τους στατικούς και ακινητοποιημένους που πασχίζουμε συνεχώς να τον αλλάξουμε […]
Μπρους Τσάτουιν, Τα μονοπάτια των τραγουδιών (The Songlines, 1987), μτφρ. Σοφία Φιλέρη, Αθήνα, εκδ. Χατζηνικολή 1990
ΜΟΝΟΠΑΤΙ 2
Κατηφόρα
Μες στη ζωή δρόμοι ανοίγονται σωρό
κι όποιον γουστάρεις τον τραβάς κι όπου σε βγάλει
μα είναι κι ένα μονοπάτι πονηρό
που πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη
Το μονοπάτι σαν θα πάρεις μια βραδιά
τον ίσιο δρόμο μια για πάντα τον αφήνεις
κι ολημερίς θα κουρελιάζεις μια καρδιά
κι ένα κορμί μες τα κουρέλια της θα ντύνεις
Εκεί ξεχνάει κι ο Θεός για να σε δει
περνάς και φεύγεις και δεν κλαίει ανθρώπου μάτι
ένα σκουπίδι παραπάνω δηλαδή
μες στης ζωής το πονηρό το μονοπάτι
Γιώργος Μουζάκης, Αλέκος Σακελάριος, Χρήστος και Γιώργος Γιαννακόπουλος, Το Μονοπάτι, Τραγουδά η Μαρίκα Νίνου, Ταβέρνα «Του Τζίμη του Χονδρού», π. 1955
ΜΟΝΟΠΑΤΙ 3
There’s a City in My Mind
WELL WE KNOW WHERE WE’RE GOIN’
BUT WE DON’T KNOW WHERE WE’VE BEEN
AND WE KNOW WHAT WE’RE KNOWIN’
BUT WE CAN’T SAY WHAT WE’VE SEEN
AND WE’RE NOT LITTLE CHILDREN
AND WE KNOW WHAT WE WANT
AND THE FUTURE IS CERTAIN
GIVE US TIME TO WORK IT OUT
We’re on a road to nowhere
Come on inside
Takin’ that ride to nowhere
We’ll take that ride
I’m feelin’ okay this mornin’
And you know,
We’re on the road to paradise
Here we go, here we go
Maybe you wonder where you are
I don’t care
Here is where time is on our side
Take you there…take you there
We’re on a road to nowhere
We’re on a road to nowhere
We’re on a road to nowhere
There’s a city in my mind
Come along and take that ride
and it’s all right, baby, it’s all right
And it’s very far away
But it’s growing day by day
And it’s all right, baby, it’s all right
They can tell you what to do
But they’ll make a fool of you
And it’s all right, baby, it’s all right
We’re on a road to nowhere
Talking Heads, Road to Nowhere, από το άλμπουμ «Little Creatures», 1985
ΜΟΝΟΠΑΤΙ 4
Στο ξέφωτο, όχι στην άκρη
Ο Martin Heidegger συνέδεσε την έννοια του «τόπου» με το «μονοπάτι» και το «ξέφωτο». Το 1950 δημοσίευσε μια συλλογή δοκιμίων και ομιλιών του με τον τίτλο Hozwege (Woodpaths, σα να λέμε Μονοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά). Πρόκειται για μια στοχαστική διαδρομή στους δρόμους του δάσους, στα μονοπάτια που άλλοτε σταματούν και χάνονται ξαφνικά και άλλοτε διασταυρώνονται με άλλα μονοπάτια. Ο Heidegger εστιάζει στην ενότητα σκέψης και ποίησης στο ξέφωτο του δάσους, στο οποίο τα μονοπάτια οδηγούν, χωρίς, ωστόσο, να φτάνουν ποτέ σ’ αυτό. Όπως μέσα στο δάσος ανοίγουμε αβέβαια μονοπάτια δημιουργώντας χώρο, έτσι για να βρούμε την ουσία του χώρου χρειάζεται να βρούμε και έναν ποιητικό τρόπο κατοίκησης, άρα και βαδίσματος τη γη:
“Κάθε ένας ακολουθεί το δρόμο του, όμως μέσα στο ίδιο δάσος συχνά, φαίνεται πως ο ένας δρόμος μοιάζει με τον άλλον. Όμως δεν πρόκειται παρά για μια εικασία.
Ξυλοκόποι και δασοφύλακες γνωρίζουν καλά τα μονοπάτια. Ξέρουν τι θα πεί να είσαι σ΄ένα Holzweg, σ΄ένα δρόμο που δεν οδηγεί πουθενά.
Το νόημα της λέξης Holzweg είναι αμφίσημο. Κατ΄ αρχήν σημαίνει “δρόμο, μονοπάτι” που χώνεται μες στο δάσος. Μονοπάτι που παίρνουν οι ξυλοκόποι για να υλοτομήσουν το δάσος και να επιστρέψουν. Παράλληλα με αυτή τη σημασία μια δεύτερη, ήδη από τον 15ον αιώνα, άρχισε να εκτοπίζει την πρώτη. Σιγά σιγά Holzweg άρχισε να σημαίνει ένα δρόμο τυφλό, ένα δρόμο που καταλήγει σ΄ αδιέξοδο, που δεν οδηγεί πουθενά. Πάνω σ΄αυτή τη σημασία αναπτύχθηκε και η μεταφυσική έκφραση “auf dem holzweg sein” που σημαίνει πως “κάποιος έχει χαθεί, έχει πάρει λάθος δρόμο”.
Ποιο είναι όμως το δάσος, που ακούγεται μέσα από τον τίτλο; Holz ύλη, είναι το αρχαίο όνομα του δάσους, του δάσους του Είναι. Και Holzwege είναι οι δρόμοι, τα μονοπάτια αυτού του μεγάλου δάσους. Αυτοί οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι, εύκολα μπορεί κανείς να χαθεί, να πλανηθεί, να πάρει λάθος δρόμο. Αυτοί οι δρόμοι δεν είναι ποτέ σίγουροι, συχνά είναι τυφλοί.
Όμως οι ξυλοκόποι ξέρουν καλά τα μονοπάτια. Και το ταξίδι τους μες στο δάσος είναι ένα ταξίδι στο εσωτερικό της αλήθειας, μια διαδρομή που οδηγεί στο ξέφωτο κι όχι στην άκρη γιατί άκρη του δάσους δεν υπάρχει […]”
Martin Heidegger, Holzwege (Woodpaths), Frankfurt am Main: V. Klostermann, 1950
ΜΑΡΙΑ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΖΕΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Τραγούδι Nabucco Giuseppe Verdi
ΟΙ ΛΑΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ, ΟΙ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΙ… ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΝ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΣΚΛΑΒΩΝ (VA PENSIERO) ΜΑΣ ΑΡΜΟΖΕΙ ΠΛΕΟΝ, ΓΙΑΤΙ Η ΓΛΥΚΕΙΑ ΜΑΣ ΠΑΤΡΙΔΑ ΠΑΡΑΔΙΔΕΤΑΙ ΣΕ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΖΥΓΟ ΥΠΟΤΑΓΗΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΟΥΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥΣ “ΟΙΚΟΥΣ”
Στις 12 Μαρτίου, ο Silvio Berlusconi κλήθηκε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Η Ιταλία γιόρταζε τα 150 χρόνια από την ίδρυσή της και με αυτή την ευκαιρία, στην όπερα της Ρώμης, δόθηκε μια παράσταση όπερας, της πιο συμβολικής αυτής της ενοποίησης: Nabucco του Giuseppe Verdi υπό τη διεύθυνση του Riccardo Muti.Το έργο Nabucco του Verdi είναι ένα έργο τόσο μουσικό όσο και πολιτικό: αφορά την ιστορία της σκλαβιάς των Εβραίων στη Βαβυλώνα, και η περίφημη άρια «Va pensiero» τραγουδιέται από τους καταπιεσμένους σκλάβους. Στην Ιταλία, το τραγούδι αυτό είναι το σύμβολο της αναζήτησης της ελευθερίας του λαού, ο οποίος στα 1840 – όταν και γράφτηκε η όπερα – ήταν καταπιεσμένος από την αυτοκρατορία των Αψβούργων, και την αυτοκρατορία των Αψβούργων, και πάλευε μέχρι τη δημιουργία της ενωμένης Ιταλίας.Πριν αρχίσει η συναυλία, ο Gianni Alemanno, δήμαρχος της Ρώμης, ανέβηκε στη σκηνή για να καταγγείλει τις μειώσεις της κυβέρνησης στον προϋπολογισμό για τον πολιτισμό. Και αυτό, ενώ ο Alemanno είναι μέλος του κυβερνώντος κόμματος και πρώην υπουργός του Berlusconi.Αυτή η πολιτική παρέμβαση, σε μια πολιτιστική στιγμή από τις πιο συμβολικές για την Ιταλία, θα προκαλέσει ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα, ιδίως τη στιγμή που ο ίδιος ο Berlusconi ήταν παρών στη συναυλία. Όπως δήλωσε στους Times o Ricardo Muti, διευθυντής της ορχήστρας, «…ήταν μια βραδιά αληθινής επανάστασης».«Στην αρχή, υπήρχε ένα μεγάλο χειροκρότημα από το κοινό. Στη συνέχεια ξεκινήσαμε τη συναυλία. Όλα πήγαιναν πολύ καλά, αλλά όταν φτάσαμε στο σημείο του Va pensiero, αισθάνθηκα αμέσως ότι η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη στο κοινό. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείτε να περιγράψετε, αλλά που τα αισθάνεστε. Πριν, υπερίσχυε η σιωπή του κοινού. Τη στιγμή όμως που το κοινό κατάλαβε ότι θα ξεκινούσε το Va pensiero, η σιωπή γέμισε από μια πραγματική θέρμη. Μπορούσαμε να αισθανθούμε τη σπλαχνική αντίδραση του κοινού στο θρήνο των σκλάβων που τραγουδούνε « Oh ma patrie, si belle et perdue!». (Ω πατρίδα μου, τόσο όμορφη και χαμένη).Ενώ η χορωδία έφτανε στο τέλος, στο κοινό κάποιοι είχαν ήδη αρχίσει να φωνάζουν «Bis». Το κοινό άρχισε να φωνάζει «Vive l’Italie!» και «Vive Verdi!». Άνθρωποι από τα θεωρεία άρχισαν να πετούν χαρτιά συμπληρωμένα με πατριωτικά μηνύματα –κάποια έγραφαν «Muti, sénateur à vie».Αν και το είχε κάνει για μία και μοναδική φορά στη Σκάλα του Μιλάνου το 1986, ο Muti δίσταζε να κάνει ένα bis για το Va pensiero. Για αυτόν, μία όπερα πρέπει να πηγαίνει από την αρχή ως το τέλος. «Δεν ήθελα να παίξουν απλά ένα encore. Θα έπρεπε να υπάρχει μια ιδιαίτερη πρόθεση».Όμως στο κοινό είχε ήδη ξυπνήσει το πατριωτικό συναίσθημα. Με μία θεατρική κίνηση, ο διευθυντής της ορχήστρας γύρισε τελικά την πλάτη στο podium, κοιτάζοντας το κοινό και τον Berlusconi, και είπε τα εξής:[Αφού οι εκκλήσεις του κοινού για ένα bis έχουν σταματήσει, από το κοινό ακούγεται «Ζήτω η Ιταλία»].«Ναι συμφωνώ με αυτό «Ζήτω η Ιταλία» αλλά (χειροκροτήματα
«δεν είμαι πια 30 ετών και έχω ζήσει τη ζωή μου, όμως σαν ένας Ιταλός που έχει γυρίσει τον κόσμο, ντρέπομαι για όσα συμβαίνουν στη χώρα μου. Για αυτό συναινώ με το αίτημά σας για bis για το Va pensiero. Δεν είναι μόνο για την πατριωτική χαρά που αισθάνομαι, αλλά γιατί απόψε, και ενώ διεύθυνα τη χορωδία που τραγουδούσε «Ω πατρίδα μου, όμορφη και χαμένη» σκέφτηκα ότι αν συνεχίσουμε έτσι, θα σκοτώσουμε τον πολιτισμό πάνω στον οποίο οικοδομήθηκε η ιστορία της Ιταλίας. Και σε αυτή την περίπτωση, εμείς, η πατρίδα μας, θα είναι πραγματικά «όμορφη και χαμένη». [Επευφημίες, συμπεριλαμβανομένων και των καλλιτεχνών πάνω στη σκηνή].«Θα ήθελα τώρα… πρέπει να δώσουμε νόημα σε αυτό το τραγούδι. Αφού είμαστε στο Σπίτι μας, το θέατρο της πρωτεύουσας, και με μία χορωδία που τραγούδησε περίφημα, και που συνοδεύεται περίφημα, αν θέλετε, σας προτείνω να ενωθείτε μαζί μας και να τραγουδήσουμε όλοι μαζί».Έτσι προσκάλεσε το κοινό να τραγουδήσει μαζί με τη χορωδία των σκλάβων. «Είδα ομάδες ανθρώπων να σηκώνονται. Όλη η Όπερα της Ρώμης σηκώθηκε. Η χορωδία επίσης σηκώθηκε.Ήταν μια μαγική στιγμή μέσα στην όπερα. Εκείνη τη βραδιά δεν ήταν μόνο μια συναυλία του Nabucco, αλλά επίσης ήταν μια δήλωση (statement) του θεάτρου της πρωτεύουσας υπ’ όψη των πολιτικών».
(“Μπείτε” και απολαύστε ό,τι συνέβη….)http://www.youtube.com/embed/G_gmtO6JnRs
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΕΡΟΣ
Ελένη γεια,
σου στέλνω μια φωτό από την Πάρο, τον οικισμό – χωριό “Δρυός”. Πρόκειται για μια από τις τρεις στέρνες που εχει. Ειναι η πιο κοντινή στην θάλασσα. Πίσω από το μετωπικό κτίσμα στο βάθος ειναι η παραλίακαι η θάλασσα. Και το κτήριο στο βάθος ηταν παλιά νερόμυλος και παρήγαγε μία περίοδο μακαρόνια. Το νερό από τις στέρνες χρησιμοποίέιτο για την κίνηση του νερόμυλου.
Ζάφος Ξαγοράρης,ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ, ΖΕΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Translations of Documents Related to President Ho Chi Minh’s Testament
20:24 | 27/05/2003
DEMOCRATIC REPUBLIC OF VIET NAM
Independence – Freedom – Happiness
Marking my 75th birthday
Tu Fu, the famous poet of the Tang period in China, wrote, “In all times, few are those who reach the age of seventy”.
This year, I am 75. My mind has remained lucid, my body in good health. Still, I belong to that category of people “who are few in all times”.
Who can say how much longer I shall live and be able to serve the Homeland and the revolution?
I therefore leave these few lines, in which I shall only deal briefly with a few matters, in anticipation of the day when I shall go and join Karl Marx, Lenin and other revolutionary elders; this way our people throughout the country and our comrades in the Party will not be taken by surprise.
First, about the Party – Thanks to its close unity and total dedication to the working class, the people and the Homeland, our Party has been able, since its founding, to unite, organize and lead our people from success to success in a resolute struggle.
Unity is an extremely precious tradition of our Party and people. All comrades, from the Central Committee down to the cells, must preserve the unity and oneness of mind in the Party as the apple of their eye.
Within the Party, to establish broad democracy and to practise self – criticism and criticism regularly and seriously is the best way to consolidate and develop solidarity and unity. Comradely affection should prevail.
Ours is a party in power. Every Party member, every cadre must be deeply imbued with revolutionary morality and show industry, thrift, integrity, uprighness, total dedication to the public interest and complete selflessness. Our Party should preserve absolute purity and prove worthy of its role as the leader and very loyal servant of the people.
The Working Youth Union members and our young people in general are good; they are always ready to come forward, fearless of difficulties and eager for progress. The Party must foster their revolutionary virtues and train them to be our successors, both “red” and “expert”. in the building of socialism, The training and education of future revolutionary generations is of great importance and necessity.
Our labouring people, in the plains as in the mountains, have for generation after generation endured hardships, feudal and colonial oppression and exploitation, they have in addition experienced many years of war.
Yet, our people have shown great heroism, courage, enthusiasm and industriousness. They have always followed the Party since it came into being, with unqualified loyalty.
The Party must work out effective plans for economic and cultural development so as constantly to improve the life of our people.
The war of resistance against U.S. aggression may drag on for a few more years. Our people may have to face new sacrifices of life and property. Whatever happens, we must keep firm our resolve to fight the U.S. aggressors until total victory.
Our mountains will always be, our rivers will always be, our people will always be;
The American invaders defeated, we will rebuild our land ten times more beautiful.
No matter what difficulties and hardships lie ahead, our people are sure of total victory. The U.S. imperialists will certainly have to quit. Our Homeland will certainly be reunified. Our fellow-countrymen in the South and in the North will certainly be re-united under the same roof. We, a small nation, will have earned the signal honour of defeating through heroic struggle two big imperialism – the French and the American – and of making a worthy contribution to the world national liberation movement.
About the world communist movement – Being a man who has devoted his whole life to the revolution, the more proud I am of the growth of the international communist and workers’ movement, the more pained I am by the current discord among the fraternal Parties.
I hope that our Party will do its best to contribute effectively to the restoration of unity among the fraternal Parties on the basis of Marxism – Leninism and proletarian internationalism, in a way which conforms to both reason and sentiment.
I am firmly confident that the fraternal Parties and countries will have to unite again.
*
* *
About personal matters –
When I am gone, a grand funeral should be avoided in order not to waste the people’s time and money.
I request that my remains be incinerated, in other words “cremated”. I hope that “cremation” will become common practice. Not only is it good for the living from the point of view of hygiene, it also saves land. When we have a plentiful supply of electricity, “electric cremation” will be even better.
Let my ashesbe buried on a hill. There seem to be many suitable hills in the vicinity of Tam Dao and Ba Vi. On the site there should be a simply-designed house, spacious, cool, and solidly-built, where visitors could rest.
There should be a plan for Planting trees on the hill. Visitors will plant memorial trees. These should be well cared for. They will multiply with the passage of time and form forests which will benefit the landscape and agriculture.
If I should die before the country is reunified, let some of my ashes be sent to our compatriots in the South.
Finally, to the whole people, the whole Party, the whole army, to my nephews and nieces, the youth and children I leave my boundless love.
I also convey my cordial greetings to our comrades and friends, and to the youth and children throughout the world.
My ultimate wish is that our entire Party and people, closely joining their efforts, will build a peaceful, reunified, independent, democratic and prosperous Vietnam and make a worthy contribution to the world revolution.
Witness
First Secretary
of the Central Committee
Hanoi, 15 May 1965
HO CHI MINH
Φοίβη Γιαννίση
αρχιτέκτονας –ποιήτρια, ζει ΣΤΟ ΒΟΛΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
(Ερμής)
μ’έβλεπες άραγε
στο πέλαγος να κολυμπώ
από ψηλά
στον ουρανό όταν πετούσες;
έβγαλες τα σανδάλια και φόρεσες ψαθιά
από θαλασσινά αρμυρίκια
κάτω από της Πιερίας τα βουνά
να μπερδέψεις τα ίχνη σου βρέφος
ίχνη κλοπής και τραγουδιού
ως το ποτάμι του Αλφειού
έσυρες το κοπάδι με τις ανάποδες οπλές
τα βόδια τα κλεμένα γραφείς των εδαφών
μεζέδες να χορταίνει το τραπέζι κτήσεις θεών και ποιητών
στα αθέριστα χωράφια και τις βουνοπλαγιές
αλλά σε είδαν
καθώς κουτρουβαλούσες
από το αεροπλάνο οι θεοί
σβησμένα αλλότρια γράμματα
μέσα σε σκίνα αγράμπελες τις μυρωδιές του θέρους
ποιήματος αντίδωρα
κλέφτες ποιητές τραγουδιστές χωρίς φαί
οι αγροί ακόμα έχουνε φωνή
γραφή να διαβαστεί από τα ύψη
των βουνών
των ουρανών
βουστροφηδόν των μηχανών
απο την συλλογή Ομηρικά, Κέδρος 2009.
LYDIA MATTEWS
curator-artist, ΖΕΙ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
LE DUAN
I’ve been reading Lewis Hyde’s new book “Common as Air” (NY: Farrar, Straus and Giroux, 2010). It looks at the history of intellectual property and “the commons.” Lewis argues for how to get beyond our limited understanding of cultural ownership today, because he believes that our practices around cultural property allow us to be certain kinds of selves: with them we either enable or disable ways of being human.
As an example, he considers the ownership of Martin Luther King’s famous speech,
“I have a dream
that one day
this nation will rise up
and live out the true meaning of its creed:
‘That we hold these truths to be self-evident, that all men are created equal.’”
In an effort to prove that these words should not be solely “owned” and privately sold by the Estate of Martin Luther King–but rather be understood as part of a contemporary cultural commons– Lewis takes apart where this speech came from: (pp. 211-13)
“Dr. King once told his graduate adviser at Boston University that he believed dreams emanated from the mind of God; we mortals merely relay them to others. . .
The founding fathers “dreamed this dream” says Dr. King, who presents himself as one who has come before us to make sense of something that the rulers themselves don’t understand. Like Nebuchandnezzar in the book of Daniel, neither the nations’
The founding fathers “dreamed this dream” says Dr. King, who presents himself as one who has come before us to make sense of something that the rulers themselves don’t understand. Like Nebuchandnezzar in the book of Daniel, neither the nations’ founders nor its current political elite know how to read their own American dream, so a voice from the kingdom’s “captive” population must step forward to tell them. Or, rather, the messenger comes before the rulers not as an individual who has figured something out on his own–but as a messenger of powers greater than himself. . .
Martin Luther King made his oration from a mix of congregational confirmation, inherited material (from Ghandi, the Bible, African-American oratory tradition, and inspiration credited to prayer.) The speech is deservedly famous as a high point of American oratory, and Dr. King famous as its maker–but the wit of his creation lies, first of all, in the social work of seeking to amplify not merely his own ideas but those to which audiences aspired–and, second, in his ability to absorb the surrounding spiritual and political traditions and reshape them to fit the historical moment.
The genius behind “I Have A Dream” is the genius of a talented host, of Martin Luther King as a collective or public being. “
DUG Artist,
ZEI ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Γεώργιος Πρόκος, ποιητής , ΖΕΙ ΣΤΗ ΣΙΦΝΟ
κάψαν όλη την Ελλάδα απ το νότο ως το βορά
ω μεγαλη ολυμπιάδα
και εμεις εδώ θρηνούμε του μεγάλου του δεινού
κι ολοι μας παρακαλούμε μια βροχή εξ ουρανού
είδανε κάποιο πουλάκι
στο καμένο το κλαδί
και θρηνούσε το καημένο
αντί για να κελαηδεί.
καταστροφικές πυρκαιές
Αλεξάνδρα Λεμονή
μαθήτρια, ΘΑ ΖΗΣΕΙ ΣΤΗ ΜΥΤΙΛΗΝΗ
Ιούλιος ,Αύγουστος 2007 Καθώς ανεβαίνουμε τα σκαλιά χανόμαστε στον ειρμό και στη γαλήνη τους. Ηρεμείς.
Γαληνεύεις. Χάνεσαι, είσαι πλέον μεθυσμένος από τα τοπία που σε μάγεψαν για μια στιγμή. Ερωτευμένος.
Γεμάτος όρεξη να προσφέρεις τα πάντα. Κάτι σε σπρώχνει θέλεις να δώσεις και να ονειρευτείς, c’est la vie !
Δεν περιμένεις να πάρεις πίσω κάτι , απλός το ξέρεις. Ήταν μια συνήθεια όταν ήσουν παιδί , τώρα έγινε
νοσταλγική ανάμνηση . Ένα ένστικτο σε τραβάει να το κάνεις ξανά , μοιράσου , αντάλλαξε , μάθε , γνώρισε ,
αγάπησε . Μια γνωστή συναλλαγή που ξέρεις τους κανόνες . Την συναλλαγή αυτή την ορίζει μια αγνή και αθώα
ιδιοτέλεια . Ξέρεις ότι αυτό που με τέτοιο τρόπο παίρνεις είναι δίκαια πληρωμένο με το δικό σου τίμημα και
μάλιστα προκαταβεβλημένο . Έτσι ο έρωτας είναι η πιο ευγενική συναλλαγή . Ας παραδεχτούμε χωρίς
υποκρισία , τελικά όλα μια συναλλαγή είναι . όταν δίνεις κάτι , κάτι παίρνεις , την αυτοϊκανοποίηση έστω .
Ότι έδωσες αυτό που ήθελες σε αυτόν που ήθελες και αυτή η ευχαρίστηση είναι η πιο ηδονιστική ανταμοιβή .
Παλιά ήταν οικοδομημένο ένα ολόκληρο σύστημα πάνω σε αυτήν την ανταλακτηκώτητα .
Τώρα που ο άνθρωπος αλλοτριώθηκε έγινε καιροσκόπος και από μια έννοια “αρπακτικό” μόνο η τίμια συναλλαγή του έρωτα , του έμεινε .
Στις πόλεις όμως … η έλλειψη χρώματος και η απουσία μουσικής κάνουν τον άνθρωπο να ξεχνάει πως είναι αυτό το συναίσθημα ακατανόητης έλξης , πάθους και μαγείας .
Πλέον ερωτευόμαστε στα νησιά και γίνεται μια έκρηξη απο φερορμόνες . Ίσως επιδή δεν υπάρχουν πολλά , εκείνη την στιγμή είσαι εσύ και κάποιο μονοπάτι .
Σκαλιά , ξερολιθιές , πέτρες όλα φτιαγμένα απο το τραγούδι κάποιας νύμφης , τη μουσική κάποιου παλιού μουσικού που έπαιζε λύρα , ενώ περίμενε .
Περίμενε . Έτσι , με τα δάκρυα του φύτρωναν και άνθιζαν τα πιο εντυπωσιακά και μυρωδάτα λουλούδια .
Εδώ που περπατάμε εμείς σήμερα . Το νιώθεις ? Ερωτάς !
Αν θες μπορείς να ακούσεις και το η έλλειψη χρώματος και η απουσία μουσικής κάνουν τον άνθρωπο
να ξεχνάει πως είναι αυτό το συναίσθημα ακατανόητης έλξης , πάθους και μαγείας .
Πλέων ερωτευόμαστε στα νησιά και γίνεται μια έκρηξη απο φερορμόνες . Ίσως επιδή δεν υπάρχουν πολλά ,
εκείνη την στιγμή είσαι εσύ και κάποιο μονοπάτι . Σκαλιά , ξερολιθιές , πέτρες όλα φτιαγμένα απο το τραγούδι
κάποιας νύμφης , τη μουσική κάποιου παλιού μουσικού που έπαιζε λύρα , ενώ περίμενε .
Περίμενε . Έτσι , με τα δάκρυα του φύτρωναν και άνθιζαν τα πιο εντυπωσιακά και μυρωδάτα λουλούδια .
Εδώ που περπατάμε εμείς σήμερα . Το νιώθεις ? Ερωτάς ! Αν θες μπορείς να ακούσεις και το τραγούδι .
Laura Schwinn, ψυχολόγος
ΖΕΙ ΣΤΟ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΙΦΝΟ
“The beauty of life is in the ability to see what appears before us.”
“May you know that all paths in life, will lead you home.”
Evemar Lopes
από τη Βραζιλία , κατάγεται από φυλή ινδιάνων.
Io lavo i miei piedi, I tuoi piedi I nostri piedi, gentilmente
Θάλεια Νινιού
αρχιτέκτονας, ζει στην Αθήνα.
Συλλογή παραδοσιακών τραγουδιών που μιλούν για τα μονοπάτια, την ξενιτιά, το ταξίδι.
Τραγούδια πολυφωνικά από διάφορα μέρη της Ελλάδας [από το Πωγώνι Ηπείρου μέχρι την Κάρπαθο] που διαδίδονταν από στόμα σε στόμα και τραγουδιώντουσαν από όλους μαζί, «κοινά», με θεματολογία που έχει σαν πυρήνα την φύση.
ΤΟ ΓΥΑΛΙΝΟ ΠΗΓΑΔΙ
[Τραγούδι με προέλευση από την Ύδρα.]
Άντες κι αμάν αμάν το μάθατε τι έγινε,
το μάθατε τι έγινε στο γυάλινο πηγάδι.
*
Άντες κι αμάν αμάν θεργιό εφανερώθηκε,
θεριό εφανερώθηκε τον κόσμο για να φάει.
*
Άντες κι αμάν αμάν γυναίκα πάει κι έρχεται,
γυναίκα πάει κι έρχεται στο γυάλινο πηγάδι.
*
Άντες κι αμάν αμάν ξεμπλέκει τα σγουρά μαλλιά,
ξεμπλέκει τα σγουρά μαλλιά και κάθεται και κλαίει.
*
Άντες κι αμάν αμάν κι ο γιος του ρήγα επέρασε,
κι ο γιος του ρήγα επέρασε και την εχαιρετάει.
*
Άντες κι αμάν αμάν τι έχεις κόρη μου και κλαις,
τι έχεις κόρη μου και κλαις και βαριαναστενάζεις.
*
Άντες κι αμάν αμάν η αρρεβώνα μου ‘πεσε,
η αρρεβώνα μου ‘πεσε στο γυάλινο πηγάδι.
*
Άντες κι αμάν αμάν κι όποιος θα πέσει να τη βρει,
κι όποιος θα πέσει να τη βρει γυναίκα θα με πάρει.
***
Μηλιά [Καρπαθιώτικο παραδοσιακό]
Μηλιά μου μές τον εγκρεμό_ αϊντες καλέ
Τα μήλα φορτωμένη
Αχ τα μήλα σου λυμπάτε η Παναγια
*
Τα μήλα σου λιμπίζομαι
Τα μήλα σου λιμπίζομαι_ Αϊντες καλέ
Μα το γκρεμο φοβούμαι
*
Κι αν τον φοβάσαι, μα την Παναγιά
Κι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό
Κι αν τον φοβάσαι τον γκρεμό, Αϊντες καλέ
Έλα το μονοπάτι
*
Το μονοπάτι μα την Παναγιά
Το μονοπάτι μ ηβγαλε
Το μονοπάτι μ ηβγαλε _Αϊντες καλέ
σε ένα ερημοκλήσι
*
Απου δε βρίσκεται μα την Παναγιά
Απου δε βρίσκεται ο παπας
Απου δε βρίσκεται ο παπας Αϊντες καλέ
για να το λειτουργήσει
*
Κι ένα μνήμα μα τη Παναγιά
Κι ένα κλήμα παράμνημα Αϊντες καλέ
ξεχωριστό από τα άλλα
*
Δεν το ‘δα και το, μα τη Παναγιά
Δεν το ‘δα και το πάτησα
Δεν το ‘δα και το πάτησα_ Αϊντες καλέ
απάνω στο κεφάλι
*
Ποιος είναι απου με, μα την παναγιά
Ποιος είναι απού με πατησε
Ποιος είναι απού με πατησε_ Αϊντες καλέ
Απάνω στο κεφαλι
*
Απού μουνα, μα τη Παναγιά
Απού μουνα να αρχοντόπουλο
Απού μουνα να αρχοντόπουλο_ Αϊντες καλέ
Μεγάλου ρήγα εγγόνι
***
Κλαιν οι πέρδικες [πολυφωνικό Πωγωνίου]
Κλαιν΄ οι πέρδικες στα πλάγια κλαίνε τον καημό x2
Έκλαιγα και γω ο καημένος τον ξεχώρισμο x2
Πώς θε να ξεχωριστούμ΄ αγάπη μου εμείς τα δυο x2
Ξένε μου που σαι στα ξένα και στα μακρινά x2
Δε σου βαρεσάν τα ξένα κι μαύρη ξένιτια x2
Ωχ αν είσαι να ρθεις έλα για δεν έρχεσαι x2
Ωχ εμέναν οι δικοί μου με βαρέθηκαν
Και με προξενούν στα ξένα μες το Ροϊδοστό x2
Και μου δίνουν άντρα γέρος εκατό χρονών x2
Μην(α) που τανε και γέρος είν΄και ράθυμος x2
***
Θάλασσα λυπήσου [Δυτικά παράλια Μικράς Ασίας/παραδοσιακό Παναγιώτη Τούντα]
Κλαίγω και βαριαστενάζω
Και τη θάλασσα κοιτάζω
Για δυο μάτια ζαχαρένια
Που μου λείπουνε στα ξένα
*
Θάλασσα λυπήσου
Λίγο πια και μένα
Φέρε το πουλί μου
Από τα ξένα
*
Αχ βρε θάλασσα κακούργα
Πώς με γέλασες πανούργα
Μου ξελόγιασες πλανεύτρα
Την αγάπη μου βρε κλέφτρα
*
Θάλασσα λυπήσου
Λίγο πια και μένα
Φέρε το πουλί μου
Από τα ξένα
*
Θάλασσα φαρμακωμένη
Την καρδιά μου’χεις καμένη
Πήρες την παρηγοριά μου
Μέσα από την αγκαλιά μου
*
Θάλασσα λυπήσου
Λίγο πια και μένα
Φέρε το πουλί μου
Από τα ξένα
***
Αμάραντος [παραδοσιακό Αιτωλοακαρνανίας]
Για ειδέστε τον αμάραντο
σε τι βουνά φυτρώνει καλέ.
*
Φυτρώνει στα δύσβατα
Στις πέτρες τα λιθάρια.
*
Ποτέ του δεν ποτίζεται
Μα δεν κορφολογιέται .
*
Τον τρων τα λάφια και μεθούν
Τ΄ αγρίμια κι ημερεύουν καλέ.
*
Ας τον έτρωγε κι η μάνα μου
Εμένα να μην κάνει.
***
Έλα πουλί μου [πολυφωνικό Πωγωνίου]
Μαχαιρωμένο μ’ έχεις πληγή δεν φαίνεται, μωρέ πληγή – πληγή δεν φαίνεται
Κι άλλος από τα σένα γιατρός δεν γένεται, μωρέ γιατρός δεν γένεται
*
Έλα πουλί μου μωρέ έλα-ελάν και μην αργείς, μωρέ έλα-ελάν και μην αργείς
Στράτες και μονοπάτια να μην τα βαρεθείς, μωρέ να μην – να μην τα βάρεθεις
*
Έλα πουλί μου μωρέ έλα – ελάν / δεν έρχομαι μωρέ ελάν δεν έρχομαι
Μέγαλωσα το δόλιο κι αντρέπομαι, κι αντρέπομαι
*
Έλα κοντά μου μωρέ έλα – ελάν και μην αργείς
Στράτες και μονοπάτια να μην τα βάρεθείς, να μην τα βαρεθείς.
*