Ομιλία της Δάφνης Βιτάλη για την παρουσίαση του βιβλίου
“Νομαδική Αρχιτεκτονική. Περπατώντας σε ευάλωτα τοπία”
17.10.2018
Είχα την τύχη να γνωρίσω την Ελένη Τζιρτζιλάκη και την καλλιτεχνική της δράση, ήδη από την αρχή της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας, μόλις είχα επιστρέψει στην Αθήνα μετά από μια πολυετή παραμονή στο Λονδίνο. Γνωριστήκαμε και συνεργαστήκαμε στο πλαίσιο ενός project με τίτλο Εγνατία Οδός. Ένα ταξίδι μέσω αναμνήσεων μεταναστών της ομάδας Stalker / Osservatorio Nomade από την Ιταλία. Είμασταν τότε μια διεπιστημονική ομάδα ανθρώπων που αποτελούμασταν από καλλιτέχνες, επιμελητές, αρχιτέκτονες, ανθρωπολόγους και καθηγητές πανεπιστημίου. Δουλέψαμε μαζί αλλά και σε συνεργασία με κοινότητες, μετανάστες και πολιτικούς πρόσφυγες για περισσότερο από ένα χρόνο σε μια σειρά δράσεων που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Λαύριο και τη Μακρόνησο το 2004-2005.
Ήταν, πιστεύω, μια εμπειρία σημαντική και πολύπλευρη για όλους τους συμμετέχοντες και εμπλεκόμενους του project. Υπήρξε επίσης «μάθημα» για πολλούς από εμάς που ήρθαμε σε επαφή με μια καλλιτεχνική μεθοδολογία και έναν τρόπο συνεργασίας με κοινότητες ανθρώπων, μετανάστες κ.ά. Θεωρώ πως ακόμη και μέσα από τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, τις συγκρούσεις, τις δυναμικές μιας ετερόκλητης ομάδας και τις ιεραρχίες που δημιουργήθηκαν μάθαμε πολλά.
Ο καθένας από εμάς προσέφερε και πήρε πίσω πολύτιμες εμπειρίες. Μία από τις πιο έντονες στιγμές του project, υπήρξε για μένα η δράση που πραγματοποιήσαμε στη Μακρόνησο σε συνεργασία με ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων από το Κέντρο Υποδοχής Αιτούντων Άσυλο στο Λαύριο, όπου βρεθήκαμε για να ανταλλάξουμε και να αφηγηθούμε ανθρώπινες ιστορίες αναγκαστικής μετατόπισης. Για μένα η Μακρόνησος υπήρξε ο τόπος εξορίας του παππού μου που δεν γνώρισα ποτέ, καθώς πέθανε από καρδιά λίγο αφότου επέστρεψε στην Αθήνα μετά την εξορία και όταν η μητέρα μου ήταν ακόμη μικρό παιδί.
Την ίδια χρονιά με το Project της Εγνατίας Οδού, ξεκίνησε και η δράση της Νομαδικής Αρχιτεκτονικής. Οι πρώτες δυο δράσεις που οργάνωσαν οι τότε ‘five fingers’ (πριν βαφτιστεί η ομάδα ‘Νομαδική Αρχιτεκτονική’) και εντάχθηκαν στο πλαίσιο του ευρύτερου project Εγνατία Οδός, ήταν η δράση με τίτλο Σας ικετεύω μην κατεδαφίζετε τον κόσμο μου που πραγματοποιήθηκε στο Γκάζι με τους κατοίκους της περιοχής που βρισκόντουσαν σε συνθήκες εκτοπισμού, καθώς και η δράση Άπολις στο Κέντρο Υποδοχής Αιτούντων Άσυλο στο Λαύριο.
Σημαντικά στοιχεία όλων των επιμέρους δράσεων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του ευρύτερου ερευνητικού Project Εγνατία Οδός, ήταν η ίδια η διαδικασία, η επαφή με τους ανθρώπους, η συνάντηση, η εμπλοκή και η συλλογή ανθρώπινων ιστοριών. Άλλωστε η ιδέα του project αυτού, ήταν η συμβολική «επαναπεζοδρόμηση» του αρχαίου αυτού οδικού άξονα που ένωνε τη Ρώμη με την Κωνσταντινούπολη μέσω ιστορίες εκτοπισμένων ανθρώπων. Από τότε και στο εξής η μετανάστευση και η έννοια του νομαδισμού και του εκτοπισμού υπήρξαν κεντρικά θέματα της Νομαδικής Αρχιτεκτονικής.
Στα δέκα χρόνια της ύπαρξής της, η Νομαδική Αρχιτεκτονική περιλαμβάνει ένα ανοιχτό δίκτυο ανθρώπων και αποσκοπεί στο να αναδείξει κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των πολιτών και να τονίσει θέματα κατοίκησης. Διατηρώντας ένα νομαδικό χαρακτήρα, οι δράσεις της πραγματοποιούνται κυρίως σε αστικά κέντρα, αλλά και στην ύπαιθρο και συμμετέχουν μέλη της ομάδας, αρχιτέκτονες, εικαστικοί αλλά και επιστήμονες διαφορετικών κλάδων, περαστικοί καθώς και οι κάτοικοι των περιοχών. Βασικό πεδίο δράσης αποτελεί η πόλη της Αθήνας, καθώς κύριος στόχος είναι η διερεύνηση των προβλημάτων και των αντιφάσεων που αντιμετωπίζει το αστικό κέντρο. Κατά τη διάρκειά τους, συχνά πραγματοποιούνται αναγνώσεις κειμένων και διοργανώνονται συζητήσεις γύρω από τα θέματα που διερευνώνται με στόχο την ανάδειξη των ζητημάτων και ίσως και την πρόταση λύσεων στις επείγουσες καταστάσεις που αντιμετωπίζει η πόλη.
Η πρακτική της ομάδας έχει τρεις άξονες: το περπάτημα, το φαγητό και την καλλιέργεια. Το φαγητό γίνεται η αφορμή για τη δημιουργία μιας ομάδας ανθρώπων που αποσκοπεί στη συνάντηση, τη γνωριμία, την αλληλεπίδραση και την αλληλεγγύη. Από την άλλη, η καλλιέργεια στον αστικό δημόσιο χώρο, είναι ένα είδος ακτιβισμού που συνδέεται με την «αντάρτικη κηπουρική», που εδώ και αρκετά χρόνια έχει κερδίσει έδαφος σε αστικά κέντρα της Ευρώπης και της Αμερικής. Τέλος, το περπάτημα αποτελεί κι αυτό ένα μέσο συνεύρεσης, συμμετοχικότητας και πολιτικής δράσης, το οποίο διαφωτίζει και φέρνει στην επιφάνεια τα προβλήματα των περιοχών όπου πραγματοποιείται η περιπλάνηση. Μέσα από τις συλλογικές αυτές διαδικασίες –το μαγείρεμα και το μοίρασμα του φαγητού, το κοινό περπάτημα και τη συμμετοχική καλλιέργεια– η Νομαδική Αρχιτεκτονική αναζητά νέες αξίες, νέους τρόπους δράσης και ύπαρξης στον σύγχρονο κόσμο.
Στο κείμενο που έγραψα για το βιβλίο Νομαδική Αρχιτεκτονική. Περπατώντας σε ευάλωτα τοπία, με τίτλο A Change Made by Walking. Το περπάτημα ως καλλιτεχνικό και πολιτικό μέσο, εστιάζω στο περπάτημα ως καλλιτεχνική μεθοδολογία και αισθητική πρακτική. Με ποικίλους τρόπους ορισμένοι καλλιτέχνες, από τα μέσα της δεκαετίας του 60 μέχρι σήμερα, έχουν αξιοποιήσει το περπάτημα ως μέσο για τη δημιουργία νέων μορφών τέχνης. Αρκετοί καλλιτέχνες δρουν ως ιχνηλάτες, εξερευνητές, πλάνητες, ενώ για πολλούς αυτό αποτελεί εργαλείο πολιτικού σχολιασμού και κοινωνικής παρέμβασης.
Η συλλογικότητα Stalker/Osservatorio Nomade που ανέφερα παραπάνω είναι μια κολεκτίβα καλλιτεχνών και αρχιτεκτόνων που ιδρύθηκε στη Ρώμη το 1995, η οποία έχει αναπτύξει μια μέθοδο συλλογικής περιπλάνησης για την ενεργοποίηση του εδάφους. Η ομάδα αυτή, όπως και η Νομαδική Αρχιτεκτονική, έχουν υιοθετήσει ως βασική καλλιτεχνική πρακτική το περπάτημα και τη βιωματική χαρτογράφηση περιοχών. Σκοπός τους είναι ο εντοπισμός των περιοχών σε κρίση και η μετάλλαξη των εκάστοτε συνθηκών. Οι δράσεις αυτές μπορούν να νοηθούν ως μια μορφή σωματικής «γνωριμίας» με το τοπίο, που έχει σκοπό την ερμηνεία και επανοικειοποίηση αστικών χώρων: περιθωριακές περιοχές, χώροι εγκαταλελειμμένοι ή σε διαδικασία μετασχηματισμού, εδάφη σε κρίση. Οι περιπατητές καθορίζουν εκ νέου τη θέση τους στο χώρο και επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους με το δημόσιο χώρο. Τα βήματά τους οργανώνουν το χώρο και συνθέτουν τον ιστό του τόπου. Το περπάτημα, από το ένα σημείο στο άλλο μετατρέπεται σε μια χαρτογράφηση σωματική, και αποτελεί μια αφήγηση απρόβλεπτη, καθώς οι συνθήκες που συναντά το σώμα ενόσω κινείται είναι άγνωστες. Ένα ακόμα βασικό γνώρισμα των δυο ομάδων είναι η ‘συλλογικότητα’, το κάλεσμα σε συμμετοχή και το ενδιαφέρον για τα κοινά αγαθά. Η έννοια της συνύπαρξης είναι καθοριστικής σημασίας για τη δραστηριότητά τους και αποτελεί την ουσία των δράσεων που πραγματοποιούν καθώς αυτή η συμμετοχική πρακτική βασίζεται σε μια διαδικασία που αντικατοπτρίζει και μια αλλαγή στη σύγχρονη τέχνη: τη στροφή από το έργο τέχνης στο άτομο.
Αν θεωρήσουμε τους Ντανταϊστές και μετέπειτα τους Καταστασιακούς ως τους πρώτους, στην ιστορία της τέχνης, που άρχισαν να χρησιμοποιούν το περπάτημα ως μια ξεχωριστή μορφή τέχνης και ως μια πράξη μετατροπής του εδάφους σε συμβολικό επίπεδο, οι συλλογικότητες που εξετάζουμε συνεχίζουν σήμερα αυτήν την παράδοση. Τότε, αλλά και τώρα, το περπάτημα αποτελεί όχι μόνο αισθητικό εργαλείο για τη γνωριμία και τη μεταμόρφωση του εδάφους, αλλά κι ένα μέσο για παρέμβαση και για κοινωνικό, δημόσιο και αστικό μετασχηματισμό.
Σε πολλές περιπτώσεις, το περπάτημα, ως αυτόνομη μορφή τέχνης, γίνεται πολιτική δράση, καθώς τα σώματα που συναντούν το δημόσιο χώρο καθιστούν τις δράσεις πολιτικές. Οι περιπατητές αναπτύσσουν κοινωνικές αντιστάσεις και διατυπώνουν τις αντιφάσεις που βιώνει η κοινωνία. Περπατάνε για να έρθουν αντιμέτωποι με ανισότητες που αφορούν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Τη στιγμή που ο δημόσιος χώρος «κατοικείται» μέσα από το περπάτημα, το περπάτημα γίνεται ένας χώρος στοχασμού, μια εμπειρία βιωματική. Κι αν το 1967 ο Richard Long πραγματοποίησε το έργο A Line Made by Walking, χαράσσοντας μια γραμμή πάνω στο χορτάρι και αφήνοντας ένα ίχνος στο έδαφος, οι δράσεις των σύγχρονων καλλιτεχνικών ομάδων, όπως της Νομαδικής Αρχιτεκτονικής, μετατρέπουν τον περίπατο σε μια μορφή τέχνης, η οποία επιδιώκει να δημιουργήσει μια πολιτισμική μορφή αντίστασης. Το περπάτημα από μόνο του δεν έχει αλλάξει τον κόσμο, αλλά το κοινό, συλλογικό περπάτημα αποτελεί μια ιεροτελεστία, ένα εργαλείο και μια δύναμη της κοινωνίας των πολιτών η οποία μπορεί να αντισταθεί και να εμπνεύσει την αλλαγή.
Δάφνη Βιτάλη
Ιστορικός τέχνης, Επιμελήτρια ΕΜΣΤ