MEMORIA. Γυναίκες στο Βουνό.

AICA Hellas Θεωρήματα 2: Περί Ιστορίας

1 Οκτωβρίου-1 Νοεμβρίου 2020

ΕΜΣΤ, Αίθουσα περιοδικών εκθέσεων (-1)

MEMORIA Γυναίκες στο Βουνό.Τετράδιο 1 Αναγνώσεις ,Τετράδιο 2 Το Ταξίδι ,Υλικό Βίντεο απο τις Δημόσιες Αναγνώσεις.

Επιμέλεια Μπία Παπαδοπούλου

Φωνές μέσα απο τη σιωπή.Στην έκθεση Περί Ιστορίας Θεωρήματα της AICA Hellas  στο ΕΜΣΤ στην Αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων βρίσκεται το Εργο μου MEMORIA Γυναίκες στο Βουνό επιμέλεια Μπίας Παπαδοπούλου.Εκει βρίσκονται οι γυναίκες και οι ιστορίες τους .Βγαίνουν απο τη σιωπή χρόνων σε μια σημαντική χρονική στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας αυτή της καταδίκης της Χρυσής Αυγής.

Οι 14 γυναίκες είναι οι

Ξένια η Ξενούλα Αθανασάκη,Ανδριανή Καταρτζόγλου,Βαγγελιώ Κλάδου η Βαγγέλα Μαρία,Παγώνα Κοκοβλή Κατερίνα,Μαρία Λεδάκη η Μαρίκα,Κούλα Μαραθάκη,Μαρία Μποράκη-Μαριώ η Μαρίκα Δασκάλα,Ελένη Ξερογιαννάκη,Ελένη Νίτσα Παπαγιαννάκη Ηλέκτρα,Αργυρώ Πολυχρονάκη,Ελευθερία Παπαδογιάννη,Γεωργία Σκευάκη η Σκευογεωργία Αντωνία Τρικουνάκη, Αθηνά Χανταμπή.

Αναγνώσεις

Νατάσα Νταϊλιάνη,  Παγώνα Ζάλη,  Ξένια Καλπακτσόγλου, Μαγδαληνή Κρυσταλλινού,  Μυρτώ Μπελοπούλου, Βασιλική Νομίδου, Ελένη Τζιρτζιλάκη.

Υπάρχει ένας πίνακας του Klee με τ’ όνομα Angelus Novus. Απεικονίζεται εκεί ένας άγγελος που φαίνεται έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι στο οποίο μένει προσηλωμένο το βλέμμα του. Τα μάτια του είναι διάπλατα ανοιχτά, το στόμα του ανοιχτό και οι φτερούγες του τεντωμένες. Έτσι ακριβώς πρέπει να είναι ο άγγελος της Ιστορίας. Το πρόσωπό του είναι στραμμένο προς το παρελθόν. Όπου εμείς βλέπουμε μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μια πραγματική καταστροφή που συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων και τα εκσφενδονίζει μπροστά στα πόδια του. Θα ήθελε να σταματήσει για μια στιγμή, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να στήσει ξανά τα χαλάσματα. Μια θύελλα όμως σηκώνεται από τη μεριά του Παραδείσου αδράχνοντας τις φτερούγες του και είναι τόσο δυνατή που δεν μπορεί πια ο άγγελος να τις κλείσει. Η θύελλα τον ωθεί ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο η πλάτη του είναι στραμμένη, ενώ ο σωρός από τα ερείπια φθάνει μπροστά του ώς τον ουρανό. Αυτό που εμείς αποκαλούμε πρόοδο είναι αυτή η θύελλα.[1]

      Η απόφαση ν’ ασχοληθώ με τις γυναίκες και την έξοδό τους στο Βουνό στην ∆υτική Κρήτη ήταν σχεδόν σωματική, ραγδαία, με κατέκλυσε, ήταν επιτακτική ανάγκη. Την αισθάνθηκα ως μια κίνηση προς τα εμπρός, ως έναν στρόβιλο. Aν και έχει να κάνει με τη μνήμη,καθώς πρόκειται για ζωές του παρελθόντος χρόνου, η ιστορία είναι παρούσα, βρίσκεται στο εδώ και τώρα, μας αφορά, αφορά το παρόν μας ως γυναίκες στον τόπο, αφορά το φεμινιστικό κίνημα σήμερα και το πώς διαμορφώνεται.

            Είναι σημαντικό να γνωρίσουμε την Ιστορία, να σιωπήσουμε – ν’ ακούσουμε. Να ξεφύγουμε από τη μίμηση καταστάσεων που έρχονται από άλλους τόπους, άλλες ιστορίες, άλλα βιώματα, άλλους αγώνες. Είναι σημαντικό να βρεθεί η συνέχεια μέσα από τον τόπο, την ιστορία του, τις σιωπές του.

            Το να γραφτούν, να αναγνωσθούν οι μικρές και μεγάλες ιστορίες των γυναικών που πήγαν στο Βουνό και έγιναν αντάρτισσες έχει σημασία, όσο κι αν υπάρχει ένα μεγάλο κενό που δεν μπορεί να κατατεθεί έτσι ώστε να κατανοήσουμε το παρόν, που μας γλιστράει φευγαλέα.

            Τα Βουνά, τα Λευκά Όρη με τις σπηλιές, φαράγγια, χαράδρες, στέκουν εκεί αγέρωχα.

Τώρα υπάρχουν δρόμοι, χάρτες, μονοπάτια, αλλά και πάλι είναι στιγμές που τα Βουνά μάς τρομάζουν.

            Από τις ιστορίες των γυναικών, από τις ρημαγμένες ζωές τους, έμειναν μόνο θραύσματα, υπόνοιες, και πολλές παρατεταμένες σιωπές και ανείπωτα συναισθήματα, που από μικρή, τον χρόνο που ζούσα στα Χανιά, αισθανόμουνα γύρω μου. Χρειαζόταν να ενώσω τα θραύσματα, να μπορέσω να ακούσω  τις σιωπές, που ήταν σιωπές της μητέρας μου, σιωπές στην οικογένεια, στην πόλη. Είναι σιωπές που ακόμη αισθάνομαι να με περιτριγυρίζουν. Ο καλύτερος τρόπος να μιλήσω γι’ αυτές θα ήταν μια παρατεταμένη σιωπή που οδηγεί στο φως. Και να  βιώσω τα συν-αισθήματα για αυτές που δεν έζησαν,που το σώμα τους έφυγε στον αιθέρα, στα Βουνά. Σχεδόν δεν υπάρχουν φωνές να ακουστούν,δεν υπάρχουν μάρτυρες, η φωνή σε περιπτώσεις της Ιστορίας σαν κι αυτή γίνεται τραύλισμα,κραυγές άναρθρες, καθώς αυτό που συνέβη εκεί προς το τέλος, είναι σχεδόν ανείπωτο.

            Οι γυναίκες, εκείνες που έζησαν μετά, ήταν συντετριμμένες από την ήττα, από τις απώλειες των συντροφισσών και των συντρόφων τους στο Βουνό, από αυτά που είδαν και έζησαν, από τις φυλακές, τις εξορίες και από τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετώπισαν στη συνέχεια. ∆εν διεκδίκησαν πάρα το ελάχιστο, δεν έγραψαν, δεν μίλησαν, άφησαν πίσω αυτό που είχαν κατακτήσει. Οι οικογένειές τους ήταν ρημαγμένες, γεμάτες τραύματα – ήθελαν να ξεχάσουν κι ήθελαν να ζήσουν. Οι άντρες, όταν επέστρεψαν, άρχισαν να τους συμπεριφέρονται διαφορετικά, το μοίρασμα και η συντροφικότητα ξεχάστηκαν, εκείνοι γίναν ξανά αφέντες, το ίδιο το Κόμμα ήθελε τη γυναίκα να επιστρέψει στη θέση που ήταν πριν, της νοικοκυράς.

            Το ότι διάλεξα τον τόπο Κρήτη- Χανιά  και τις συγκεκριμένες γυναίκες στο Βουνό στη ∆υτική Κρήτη, ήταν γιατί μέσα στην περιπλάνησή μου υπήρχε ένας τόπος, όπου πηγαίνω σπάνια τώρα πια, εκεί βρίσκεται το δικό μου τραύμα, η δική μου ιστορία: η θεία μου, που τη σκότωσαν και την αποκεφάλισαν κι έχω τ’ όνομά της, η μητέρα μου, που δεν μιλούσε γι’ αυτήν, και το παρατεταμένο πένθος της, οι γυναίκες στα Χανιά, συγγενείς και φίλες της, όπως η θεία μου από τον Κεφαλά του Αποκόρωνα, αυτές οι γυναίκες που από μικρή αισθανόμουν ότι έκρυβαν κάποιο μυστικό, που ζούσαν μια ζωή διαφορετική από αυτή που είχαν φανταστεί κι επιθυμούσαν. Εκείνη η άλλη ζωή τις έτρωγε, αλλά φοβόντουσαν και να τη θυμηθούν κι έτσι σκορπίζανε σε μια καθημερινότητα. Που και που θυμόνταν εκείνες τις ιστορίες, εκείνες τις άλλες γυναίκες, και τότε μιλούσαν πάντα σιγά.

            Για την κοινωνία, οι γυναίκες στο Βουνό ήταν οι μάγισσες της Federici[2], ήταν αλλότριες. Kομμουνίστριες, ντυμένες με ανδρικά ρούχα, νέες, όμορφες, ελεύθερες. Για την αντίδραση δεν μπορούσε παρά να είναι ελευθέρων ηθών. Ήταν όμως ηρωίδες αρχαίας τραγωδίας, που έμειναν ώς το τέλος, θυσιάστηκαν. Αλλά δεν έχουν πλέον φωνή να μιλήσουν. Αν και βρέθηκαν ημερολόγια και αρχεία, οι εχθροί τα εξαφάνισαν. Και τα όποια αρχεία του Κόμματος, απροσπέλαστα. ∆εν υπάρχει καθόλου φωτογραφικό υλικό. Η Αργυρώ Κοκοβλή υπήρξε η μόνη, απ’ όσο γνωρίζω, από τις αντάρτισσες που επέζησαν η οποία έγραψε για τη ζωή τους στο Βουνό.Ήταν δύσκολο να διηγηθούν το ανείπωτο.      

            Εκείνο που με απορρόφησε ήταν τα Αρχεία των χανιώτικων εφημερίδων “Κήρυξ” και “Παρατηρητής”. Πέρασα ώρες πάνω  στα σκονισμένα τεύχη. Η εξαγωγή των εσπεριδοειδών και η κλήρωση του λαχείου βρίσκονταν στην ίδια σελίδα με την εξόντωση και τη διαπόμπευση του σώματος της Μαρίας Μποράκη.

            Από την άλλη πλευρά υπήρχαν αρχεία εφημερίδων και περιοδικών της ΠΟΕΝ και  της ΕΠΟΝ (Χανίων). Για να διαμορφωθούν έτσι  αυτές οι γυναίκες είχε γίνει πολλή δουλειά μέσα από εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, ομάδες αυτομόρφωσης. Όχι, οι γυναίκες δεν άλλαξαν τυχαία. Πάντως, μου έκανε μεγάλη εντύπωση στις επισκέψεις μου στη Βιβλιοθήκη και στο Ιστορικό Αρχείο στα Χανιά το ότι (σύμφωνα με τις υπαλλήλους εκεί) δεν υπάρχουν ερευνητές που να έχουν ασχοληθεί με αυτό το θέμα. Υπάρχουν βέβαια τα κόμματα και οργανώσεις που είχαν κάνει κάποιες εκδηλώσεις.  Όμως το θέμα παραμένει ανέγγιχτο στο πεδίο της έρευνας. Και να σκεφθεί κανείς οτι τώρα δεν ζει καμία  από τις γυναίκες.

            Η Γκρέτα Σάλους, μια επιζήσασα του Άουσβιτς, έγραψε ότι «ο άνθρωπος δεν πρέπει ποτέ να υποφέρει όλα όσα μπορεί να υποφέρει ούτε πρέπει  ποτέ να δει πως αυτός ο πόνος στην ακραία του διάσταση δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο»[3].Στα άκρα έφτασε τότε τα πράγματα η εξουσία.

            Στο τώρα μου έκανε εντύπωση η προθυμία των νέων κοριτσιών να διαβάσουν τις ιστορίες των γυναικών. Η ανοιχτότητα της Θεανώς Μποράκη όταν μου μιλούσε για τη θεία της. Ο άμεσος τρόπος της να ξεπερνάει το ανείπωτο.

            Η λέξη ΙBBUR, στον εβραϊκό μυστικισμό σημαίνει εγκυμοσύνη και αναφέρεται στην προσωρινή μετανάστευση μιας πρόσθετης ψυχής στο σώμα ενός ζωντανού ανθρώπου ώστε να επιτελεστεί ένα έργο.[4]

            Είναι μερικά χρόνια τώρα που αισθάνομαι ένα χρέος απέναντί στην “Ηλέκτρα”, αλλά και απέναντι στις συντρόφισσες της στο Βουνό κι απέναντί μου. Σαν μια ανάγκη για να πάμε προς τα Εμπρός. Το κομμάτι αυτό της ιστορίας δεν κράτησε πολύ, περίπου δυόμισι χρόνια, όμως ο χρόνος εμφανίζεται πυκνός, συμπυκνωμένος. ∆εν υπάρχουν φωνές, δεν υπάρχουν μάρτυρες, λόγω του αφανισμού τους σε ανείπωτες συνθήκες. Υπάρχουν τα Βουνά και οι νεαρές γυναίκες του τώρα. Και οι διαδηλώσεις, οι διεκδικήσεις που πληθαίνουν.

            Να μιλήσω-να σιωπήσω – να γράψω για εκείνες που έμειναν σαν ηρωίδες αρχαίας τραγωδίας, ώς το τέλος, που θυσιάστηκαν. Είχαν γίνει ένα με το Βουνό, ήταν σαν τ’ αγριοπούλια ελεύθερες, πετούσαν στα Βουνά. Στην έξοδό τους συνδύασαν τον αντιφασιστικό-αντιιμπεριαλιστικό αγώνα με τον αγώνα για την επιβίωση, την ελευθερία, την αλληλεγγύη. Όπως είχε διαμορφωθεί η συνθήκη ήξεραν ότι σε κάθε συνάντηση με τον εχθρό υπήρχε ο φόβος του βιασμού και της διαπόμπευσης. Κι αν την ίδια εποχή σε άλλες χώρες ήδη καταδίκαζαν τον βιασμό και την διαπόμπευση,στην Ελλάδα η διαπόμπευση μιας αντάρτισσας θεωρούνταν νόμιμη και αξιέπαινη πράξη.

            Οι γυναίκες στο Βουνό, οι Αντάρτισσες, σαν άνθη γυρνούν τους κάλυκές τους προς τον ήλιο για να φωτιστούν από την Ιστορία. Ας μιλήσουμε με λέξεις και νοήματα που δεν ειπώθηκαν για εκείνο τον συμπυκνωμένο χρόνο που έζησαν.

Ελένη Τζιρτζιλάκη

 

 

[1] Benjamin, W. (2014) Θέσεις για την φιλοσοφία της ιστορίας. Αθήνα, Λέσχη κατασκόπων 21ου αιώνα.

[2] Federici S.(2019) το κυνήγι των μαγισσών χθες και σήμερα ,Εκδόσεις των ξένων

[3] Agamben, G. (2015) Αυτό που μένει από το Άουσβιτς, Το αρχείο και ο μάρτυρας. Σελ. 90, Αθήνα: Εξάρχεια.

[4] Βεντούρας Ι. (2018) IBBUR, Οι εβραίοι της Κρήτης ,1900-1950. Αθήνα: Μελάνι.