Τοποθεσία: στην ακτή Τσαμάκια στη Μυτιλήνη
σε συνεργασία με το Caravan Project
Μυτιλήνη, Νοέμβριος. Στο νησί κυριαρχεί η αίσθηση ότι βρίσκεσαι ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Στους δρόμους της πόλης, στην αρχιτεκτονική και τη μουσική της, κυριαρχούν αισθήσεις και ρυθμοί ανάμεσα. Ο τόπος είναι το σμίξιμο των δυο πολιτισμών, υπενθυμίζοντας συχνά τη γοητεία της Ανατολής.
Εδώ αρχίζει η Ευρώπη, και το σύνορό της βρίσκεται στη θάλασσα. Όταν φτάσει ένας μετανάστης, βρίσκεται πλέον στην Ευρώπη. Η Frontex έχει εγκαταστήσει κλιμάκιο. Αν και το σύνορο στη θάλασσα δεν είναι φράχτης, όπως στον Έβρο, είναι επικίνδυνο, συχνά απροσπέλαστο, ενώ με τις συνθήκες που γίνεται το ταξίδι οι ταξιδιώτες είναι παραδομένοι στην απεραντοσύνη της θάλασσας. Η δράση-συνάντηση «Το καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα» προσκάλεσε μετανάστες και ντόπιους να βρεθούν μαζί για λίγες ώρες, σαν μια ευχή: μέσα από αυτή εκφράζεται η επιθυμία να αντιστραφεί η σημερινή κατάσταση στο Αιγαίο και άλλες θάλασσες της Μεσογείου, σε νησιά όπως η Μυτιλήνη και η Λαμπεντούζα. Το Αιγαίο βάφεται με αίμα, καθώς αποτελεί μια από τις σημαντικές εισόδους στην Ευρώπη-φρούριο. Σ’ αυτή την κατάσταση εξαίρεσης, τα σώματα στο Αιγαίο χάνουν τη σημασία τους, οι ανθρώπινες ζωές δεν μετρούν, είναι «γυμνές ζωές».
Δεν είναι εύκολο να διασχίσουν τη θάλασσα, πνίγονται σε διαδρομή μιας ώρας που για άλλους είναι καθημερινή ρουτίνα καθώς πετάγονται απέναντι στην Τουρκία για ψώνια κι επιστρέφουν το βράδυ. Η Ευρώπη δεν νοιάζεται για τους μετανάστες• είναι τα σκουπίδια της. Αναζητά τρόπους να τους ξεράσει εδώ, στην αρχή του ταξιδιού, στου Αιγαίου τα νερά. Και η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί τις εντολές. Τι κάνουν οι κάτοικοι; Πολλούς τους απασχολεί η κατάσταση, κινητοποιούνται, δρουν σε δύσκολες συνθήκες. Μαζί με τους μετανάστες που είχαν ξεσηκωθεί και με τη βοήθεια διεθνών δικτύων ακτιβιστών έκλεισαν το παλιό κέντρο κράτησης στη Παγανή και δημιούργησαν το «Xωριό του όλοι μαζί» (2009-), χωριό αλληλεγγύης και φιλοξενίας, παράδειγμα αυτοοργανωμένου χώρου υποδοχής. Υπάρχουν όμως κι άλλες σημαντικές πρωτοβουλίες μέσα από δίκτυα όπως το Journey Back to Lesvos. Πολλοί βοηθάνε ανώνυμα, άλλοι δεν θέλουν να ξέρουν τίποτα, άλλοι το θεωρούν αποκλειστικά τοπικό πρόβλημα και δεν δέχονται πολλές κουβέντες. Μέρα με τη μέρα όμως, ολοένα και περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι το ζήτημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και την Ευρώπη, είναι παγκόσμιο.
Η ακτή Τσαμάκια, όπου φιλοξενήθηκα από το Caravan Project, είναι κοντά στο λιμάνι. Μετανάστες έρχονταν για ένα μικρό περίπατο. Ποιοι μετανάστες; Αυτοί-ές που τους είχαν αφήσει από το «κέντρο πρώτης υποδοχής»: έτσι το λένε, στρατόπεδο είναι όμως, και βρίσκεται στη Μόρια. Άλλοι είχαν μείνει εκεί 40 ημέρες, άλλοι ένα μήνα, άλλοι μια εβδομάδα. Μετά τους φέρνουν εδώ στο λιμάνι, με ένα προσωρινό χαρτί, για να φύγουν γιαΑθήνα. «Είναι φυλακή, μας είχαν σαν τα ζώα, μες στη βρωμιά, στοιβαγμένους, δεν υπήρχαν γιατροί, φροντίδα, τίποτα, τίποτα», μας είπαν. Τους συναντήσαμε εκεί, στην άκρη του λιμανιού. Μια νέα γυναίκα με το μωρό της, 18 μηνών (είχε γεννηθεί στο ταξίδι από το Αφγανιστάν), κοιμόταν πάνω σε μια κουβέρτα, στο τσιμέντο• οι άλλοι ήταν νεαροί. Δεν είχαν χρήματα να φύγουν, κι έτσι ήταν αναγκασμένοι να μείνουν στο λιμάνι. Τις επόμενες δυο ημέρες έβρεχε. Ήρθαν να μας βρουν, ήταν μούσκεμα. Ήπιαμε ζεστό τσάι.
Μια μέρα, περνώντας από το λιμάνι, είδαμε έναν ντόπιο που τους έδινε ρούχα. «Είναι από τη γυναίκα μου», είπε, «τη νοιάζει κυρίως για τα παιδιά». Προχωρώντας, είδαμε μετανάστες να περιμένουν στη σειρά, σ’ ένα χώρο που δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε. Μας είπαν ότι τους πήγαιναν κατευθείαν στη Μόρια. Ήταν αυτοί που μόλις είχαν φτάσει με τις βάρκες από απέναντι. Η Ελευθερία, κάτοικος του νησιού, μας είπε ότι στον Μόλυβο και σ’ άλλα παράλια φτάνουν με τις βάρκες. «Μετά τους βλέπεις να περπατούν στη σειρά, σα σκιές… Τα παιδιάμάς ρωτούν: “Tι είναι αυτοί οι άνθρωποι που περπατούν αργά, μ’ αυτό το βλέμμα;”. Δεν ξέρουμε τι να απαντήσουμε. “Είναι μετανάστες”. “Kαι γιατί είναι τόσο λυπημένοι; Πού πάνε;” “Στην Ευρώπη”. Είναι και μια παραλία που εκεί ξεβράζονται κομμάτια από τις βάρκες, παπόύτσια και ρούχα αυτών που πνίγονται». Απέναντι από ένα εκκλησάκι, βρίσκεται ένα μνημείο με υπολείμματα ρούχων: είναι ένα έθιμο από την Τουρκία να κάνουν τάματα από ρούχα ανθρώπων. Μου έμοιαζε σαν ένα αφιέρωμα σ’ εκείνους-ες που πνίγονται στη θάλασσα… Μια άλλη μέρα στο γιουρτ ήλθε ένα ζευγάρι, ένας Αφρικανός με μια Ελληνίδα και το μωρό τους. Ήρθαν να ζήσουν στη Μυτιλήνη. Είναι εξαίρεση, συνήθως οι μετανάστες θέλουν να πάνε στην Αθήνα και μετά στη Γερμανία, στη Σουηδία.
***
«Προτείνουμε, κάτω από την παλαιά λέξη, μια πρωτόγνωρη έννοια της φιλοξενίας, του καθήκοντος φιλοξενίας και του δικαιώματος στη φιλοξενία. Πώς θα της δώσουμε τη δυνατότητα να απαντήσει σε καταστάσεις η εξαναγκασμούς, σε τραγωδίες και διαταγές άνευ προηγουμένου;» -Ζακ Ντεριντά
Ο χώρος του ΠΙΚΠΑ στη Νεάπολη ήταν εγκαταλελειμμένος, αλλά τώρα λειτουργεί ως ανοικτό κέντρο υποδοχής από το «Χωριό του όλοι μαζί». Εκεί οι μετανάστες ζουν σε έναν οικείο χώρο, ελεύθεροι. Βρίσκεται μέσα στα δένδρα, μυρίζει φαγητό και τον φροντίζουν εθελοντές από τη Μυτιλήνη. Ο δήμαρχος πρόσφατα αποφάσισε να κλείσει, όμως ο χώρος συνεχίζει να λειτουργεί. Την επόμενη ημέρα πήγαμε να δούμε το «κέντρο» της Μόριας, που προορίζεται για μακρόχρονη κράτηση πάνω από 600 ατόμων. Η Μόρια είναι το πλησιέστερο χωριό, όμως το «κέντρο» βρίσκεται σε απόσταση, απομονωμένο. Είναι η προέκταση παλαιού στρατοπέδου, σε μεγάλη έκταση. Μια υπερσύγχρονη φυλακή, με διπλές και τριπλές περιφράξεις, συρματοπλέγματα παντού, και μέσα στις ελιές. Προχωρήσαμε προς τα μέσα, γιατί είχαν ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή. Είδαμε και άλλη εσωτερική περίφραξη και ανθρώπους ρημαγμένους, ανυπεράσπιστους, που έτρωγαν το φαγητό από το πάτωμα, γυναίκες, παιδιά, νεαροί, άνδρες. Σκυφτοί, χαιρετούν κρυφά, φοβισμένοι. Το σώμα προδίδει την ψυχική τους κατάσταση. Ο αστυνομικός μας έδιωξε γρήγορα. Στο χωριό, στη Μόρια, μας είπαν ότι δεν ήθελαν να γίνει, ούτε καν τους ρώτησαν, «είναι φυλακή, δεν μας χρειάζεται». Ένας μη τόπος, ένα πουθενά, όπου κυριαρχεί ο εγκλεισμός και ο φόβος: αυτή είναι η φιλοξενία της Ευρώπης για ανθρώπους που έχουν ανάγκη έναν νέο τόπο.
«Εκείνους-ες που ξεβράζει η θάλασσα τους μαζεύουν και τους θάβουν. Επειδή δεν ξέρουν ποιοι είναι, τους βάζουν μόνο έναν αριθμό, θάβονται χωρίς όνομα. Μια φορά μαζέψαμε ένα πτώμα, έτσι νομίζαμε… μετά όμως σιγά-σιγά ζωντάνεψε, όταν βγήκε από το νερό. Είναι το γαμώτο που πνίγονται σε τόσο κοντινή απόσταση. Συχνά πνίγονται όταν τους βρίσκουν με τις βάρκες οι λιμενικοί και τους γυρνάνε πίσω, και τους αφήνουν μέσα στη θάλασσα, λίγο πριν την Τουρκία» -(από μαρτυρία μετανάστη που ζει στη Λέσβο).
«Η Άρτεμις είναι μια από τις ελληνικές θεότητες που στη φαντασία τους οι Έλληνες τοποθετούν μακριά από την Ελλάδα, θεωρώντας τη ξενόφερτη. Τέτοια είναι η περίπτωση της Ταυρικής Αρτέμιδος […]. Αφού την αποδεχτούν οι Έλληνες και την ενσωματώσουν στη λατρεία τους γίνεται θεότητα του πολιτισμένου ανθρώπου, δηλαδή αυτού που, σε αντίθεση με το βάρβαρο, το άγριο, φροντίζει να υπάρχει μια θέση για εκείνον που είναι ξένος. Συμβολίζει την ικανότητα του πολιτισμένου να ενσωματώνει ό,τι είναι ξένο να αφομοιώνει το διαφορετικό, το έτερον, εμφανίζεται ως θεμελιώτρια της πόλης θεμελιώνοντας για όλους αυτούς που ήταν διαφορετικοί, αντίθετοι μεταξύ τους ακόμη και εχθροί, μια κοινή ζωή». -Ζαν-Πιερ Βερνάν
Σκεφτήκαμε στη συνάντηση να ζυμωθεί ένα ψωμί γλυπτό, εμπνευσμένο από τη θεά Άρτεμη, και να μοιραστεί στους προσκεκλημένους. Έβρεχε πολύ την ημέρα της δράσης-συνάντησης. Στις 2 το μεσημέρι μας πήρε ο οδηγός από το πουλμανάκι του Δήμου να μας πει ότι δεν έρχεται, ότι «δεν θέλει να μεταφέρει λαθρομετανάστες».. Τι θα κάναμε στο πάρα πέντε; Η μεταφορά τελικά έγινε από φίλους κι ένα μικρό πουλμανάκι που νοικιάστηκε. Σε λίγο, αν και έβρεχε καταρρακτωδώς, ήταν όλοι στο γιουρτ. Γυναίκες, παιδιά, άνδρες, νεαρά αγόρια. Όλοι μαζί εδώ, λοιπόν.
Ο χώρος στρωμένος με κάθε είδους χαλιά. Υπήρχε ζεστό τσάι και το ψωμί-γλυπτό, στο κέντρο του χώρου. Το ψωμί το είχε πλάσει ο Ματθαίος, από τον φούρνο με τα ξύλα, καλλιτέχνης αρτοποιός. Ήταν άλλοτε μετανάστης στη Αμερική. Το ψωμί το πρόσφερε, δεν πήρε χρήματα. Ήμασταν πάνω από πενήντα άνθρωποι. Καθίσαμε στον κύκλο που σχημάτιζε το γιουρτ. «Δεν θα ξεχάσω τα βλέμματα των γυναικών», είπε ο Στρατής. Μετά άρχισαν οι ιστορίες. Η Αλεξάνδρα συζητούσε με τη νεαρή Αφγανή, έμοιαζαν φίλες από παλιά. Η Τατζικ έφυγε από το Ιράκ λόγω πολέμου με τη κόρη της, θέλει να πάει στη Γερμανία. «Ήρθα στην Ευρώπη, καιρό ήθελα νάρθω στην Ευρώπη, είναι ο Ήλιος», είπε ο νεαρός Αφγανός». «Χάσαμε πριν λίγες ημέρες το μεγάλο μας γιό, στις γραμμές του τρένου. Σκοτώθηκε πηγαίνοντας βόρεια στα σύνορα, τον πάτησε το τρένο, η αστυνομία δεν βοήθησε. Στην Τουρκία 4 μέρες ήμασταν στη φυλακή, μετά ήρθαμε στην Ελλάδα». Οι ιστορίες ήταν δύσκολο να ακουστούν, καθώς έβρεχε δυνατά. Οι φωνές χάνονταν, ήταν ψίθυροι μέσα στον ήχο της βροχής, ψίθυροι για ταξίδια, για εγκλεισμούς, για απώλειες, για απόχωρισμούς, αλλά και για όνειρα. Ο Σόλωνας τραγούδησε το τραγούδι της ξενιτιάς, «Τα έρημα τα ξένα»: «Και τι θα γίνω τώρα, καλέ, μέσα σε ξένη χώρα εγώ κι αναστενάζω, μανούλα μου φωνάζω». Ήταν οι Έλληνες ξενιτεμένος λαός άλλοτε, ξανά τώρα.
Στο τέλος, κέρασμα από φαγητό που είχε φτιάξει ο παλαιστίνιος φίλος που ζει στο νησί. Χορέψαμε όλοι μαζί, θέλαμε να ξεχαστούμε στο χορό. Από τη βροχή κόπηκε το ρεύμα, συνεχίσαμε τις ιστορίες ως αργά. Την άλλη μέρα δεν έβρεχε, η θάλασσα είχε ηρεμήσει και τ’ αδέσποτα σκυλιά είχαν ξαπλώσει γύρω από το γιουρτ.
Ευχαριστούμε την Έφη Λατσούδη από το «Χωριό του όλοι μαζί», τον Φούρνο με τα ξύλα, τον Σόλωνα, και όσους-ες βοήθησαν να γίνει αυτή η δράση-συνάντηση.
[Not a valid template]