Η λαλιά της Αθήνας είναι η λαλιά των σωμάτων

Ελένη Τζιρτζιλάκη

Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

The city talks back research residency Theatrum Mundi

“Does the city have speech”, Saskia Sassen (2013)
Ευχαριστώ την Πάσκουα Βοργιά για τη συνεργασία.

Άρχισα να έχω προβλήματα στη λαλιά,στη φωνή, απο την εφηβεία οταν τότε ζώντας στην πόλη Αθήνα στη δικτατορία κυνηγούσαν τον πατέρα μου ο οποίος ηταν αναγκασμένος να κρύβεται  ως κομμουνιστής.Η αστυνομία ερχόταν τις νύχτες στο σπίτι και τον έψαχναν ακόμη και σ ένα μπαουλοντίβανο. Η αντίδραση μου ήταν να φεύγω απο το σπίτι και να περιπλανιέμαι στην πόλη γνωρίζοντας αγνώστους ανθρώπους πολλές φορές κοιμόμουν στα σπίτια τους. Τοτε λοιπόν άρχισαν τα προβλήματα στη λαλιά.Συχνα δεν μπορούσα να μιλήσω, έκλεινε η φωνή μου, κατι που συχνά μου συμβαίνει εως σήμερα. Τοτε αισθανόμουν οτι η πόλη έχανε τη λαλιά της μαζι μ, εμένα.

Μετά απο χρόνια στο εξωτερικό και τις σπουδές μου στην Αρχιτεκτονική η περιπλάνηση έγινε η μεθοδολογία ανάγνωσης της πόλης. Η περιπλάνηση βοηθάει στο ν’ ανακαλύψεις την φωνή-τις φωνες  της πόλης, Τα σημεία εκείνα στα οποία κρύβονται και να έρθεις σε επαφή μαζι τους.

Αρχικα  ήταν οι περιπλανήσεις στις παλιές βιομηχανικές περιοχές οπως στα Εργοστασια στον Πειραιά οπου μεσα απο την περιπλάνηση και το βιντεο εγινε η ανάγνωση ερμηνεια της περιοχης στο ερευνητικό «τα βιομηχανικά κτιρια και το περιβάλλον τους στον Πειραιά». και κατόπιν η ομαδα Aστικο κενο oμαδα για τα δικαιώματα τον χώρο και την πόλη.

Νομαδική Αρχιτεκτονική

“Με τα σώματα μας ευάλωτα και εκτεθειμμένα στη πόλη υπάρχουμε πολιτικά” – είναι μια φράση που εχει καθορίσει τη δουλειά μου.

Η έρευνα υπάρχει παράλληλα με την καλλιτεχνική διαδικασία.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι καταβολες
της Νομαδικής Αρχιτεκτονικής είναι οι ντανταϊστικές δράσεις ανάγνωσης ποιημάτων στην ύπαιθρο, ο Ντεμπόρ, οι καταστασιακοί και η  ψυχογεωγραφία, η ανατρεπτική στάση ζωής και το έργο του Παζολίνι, η μη βίαιη αντίσταση και οι πορείες του Γκάντι. Με την έννοια ότι οι δράσεις πραγματοποιούνται ως ακτιβιστικές πράξεις αλλά και ως σιωπηλές διαμαρτυρίες. Οι δράσεις της Νομαδικής Αρχιτεκτονικής πραγματοποιούνται διασχίζοντας το δημόσιο χώρο και τα αστικά κενά και συνδέουν το σώμα με το έδαφος της πόλης. Βρίσκονται ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και την τέχνη, εμπεριέχοντας στοιχεία απο την αστική γεωγραφία, την ανθρωπολογία και τις κοινωνικές επιστήμες. Τα σώματα ευαλωτα δημιουργουν καθε φορα ξεκινώντας απο την αρχή ενα μεταβαλλόμενο χωροχρόνο σ’ εναν τόπο διασχιζοντας τα σύνορα.Οι δράσεις δημιουργούνται στις ρωγμές,στις μετατοπίσεις στα περάσματα.Αφορούν περιοχές σε κρίση,θέματα μετανάστευσης εκτοπισμού,εμφυλης διαφοράς ,κοινών αγαθών.Η` διαδικασία πραγματοποιείται μεσα απο τη συνεργασία νομαδικών υποκειμένων διαφορετικών ειδικοτήτων,την εμπλοκή μεταξυ τους την εμπλοκή με τους κατοίκους και με τη δημιουργία εφήμερων κοινοτήτων. Σ’ αυτό το ταξίδι, μέσ’ από διαδρομές, διαφορετικών υποκειμενικοτήτων που βρέθηκαν μαζί, αναζήτησης των σχέσεων των σωμάτων με τις κοινωνικές και εδαφικές συνθήκες, καθοριστικές είναι οι έννοιες κοινότητα, βίωμα, νομαδισμός. Πολλές δράσεις έχουν ως αφορμή τον εκτοπισμό. Το ξεπέρασμα των συνόρων φυλής, φύλου, θρησκείας, έθνους ήταν απο την αρχή μια πρόκληση. Συχνά γίνονται σιωπηλές περηπατητικές δράσεις.

 Για τον νομαδικό   τρόπο κατοίκησης ενός τόπου, γράφει η Braidotti: «Τα νομαδικά πολιτικά υποκείμενα διατηρούν και οριοθετούν σε υλικό επίπεδο έναν εμπειρικό υπερβατικό τόπο μεταβαλλόμενων γίγνεσθαι. Είναι σαρκικά υποκείμενα που, στην πραγματικότητα, επιθυμούν διακαώς ποιοτικές αλλαγές σε ηθικό επίπεδο, θέλοντας να νιώσουν οικεία μέσα στον κόσμο, την ίδια στιγμή που του αντιστέκονται» [1].

Οι περηπατητικές δράσεις ειναι συνηθως σιωπηλες .

Η σιωπή είναι λαλιά, αποκτούν φωνή σε αυτες τις δράσεις οι αόρατοι της πόλης

 μεσα απο το σώμα που κινείται, μεσα απο την ποίηση που διαβάζεται

μέσα απο μικρές τελετουργικές πράξεις που περιλαμβάνουν εκειν ες ους που δεν εχουν λαλια ,φωνή.

Θα ηθελα να πω μερικά πραγματα για   την Αθηνα .Είναι μια πόλη πορώδης που αποτελείται απο γωνίες και καμπύλες αναποφάσιστες τίποτε δεν είναι οριστικό.Οπως ο Walter Benjamin ειχε χαρακτηρίσει τη Νάπολη σ ενα κείμενό του μια πόλη καταδικασμενη αλλά και την ιδια στιγμή ευνοημένη απο το στοιχείο της εκπληξης ,πολυφωνική.Σαν ενα ζωντανό θέατρο οπου ηθοποιοί πρωταγωνιστές, ανταγωνιστές και κομπάρσοι κινούνται σ ενα έδαφος που βράζει και που γι αυτο αναζητά κίνηση και δυναμισμό (Benjamin Walter Αυγουστος 1925Frankfurter Zeitung Naples )Είναι λοιπόν η Αθήνα γεμάτη εκπλήξεις που ως τώρα δυσκολεύτηκε να υπακούσει στον προγραμματισμένο σχεδιασμό των μητροπόλεων και σε προγραμματα εξευγενισμού .Ως π;oλη καθορίζεται απο το μη σχεδιασμένο ενα τοπίο συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων δυναμικό. Ομως το τοπίο αυτό είναι σε ραγδαία μεταβολή.

Θα παρουσιάσω εδω δυο περιπατητικές σιωπηλές  δράσεις στην Αθήνα  που ξεκίνησαν απο το Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός την περίοδο της ακμής του που ήταν 2011-2015.

Μας εδιωξαν απο εδω Περπατώντας στις διαδρομές του εκτοπισμού

Σιωπηλή περιπατητική δραση Συμμετέχοντες – Συμμετέχουσες: Τόνια, Φαρές, Δέσποινα, Φεζμήστερ, Ομάρ, Πατρίτσιο, Άγια, Χριστίνα, Λυν, Αγλαΐα Κομνηνού, Νάζαρι, Έφη, Αγγελίνα, Σοφία Γρηγοριάδου, Γιάννης, Άγγελος Σκούρτης, Ελένη Τζιρτζιλάκη, Στέφενος Χανδέλης, Κώστας Πλέσσας. Διαδρομή: Ρήγα Παλαμήδη και Σαρρή – Μενάνδρου – Πλατεία Θεάτρου – Αγίου Κωνσταντίνου – Πλατεία Ομονοίας – Πατησίων – Στουρνάρη – Πλατεία Εξαρχείων – Κοινωνικό Κέντρο (Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών, Τσαμαδού 13 – συζήτηση).

Εδω η φωνή της πόλης είμαστε εμεις  που περπατάμε και κινούμεθα στην οδό Μενάνδρου, τα ποιήματα αφηγήματα που αφηγούμεθα στη διαδρομή είναι όμως και οι κινήσεις των ανθρώπων που συναντάμε κυρίως μετανάστες, αυτοί εκφράζονται καλύτερα μέσα απο την κίνηση καθως δυσκολεύονται να εκφρασθούν μέσα απο τη φωνή .  

 «η δράση έχει να κάνει με το δύσκολο – ενίοτε αδύνατο – ταξίδι των εκτοπισμένων ανθρώπων να φτάσουν στην πόλη, με το κέντρο της Αθήνας, τον εξευγενισμό, τη στόχευση μεταναστών, και τον περαιτέρω εκτοπισμό τους σε κέντρα κράτησης, όπως η Αμυγδαλέζα»[i].Από τον Αύγουστο του 2012 ως το καλοκαίρι του 2013, περισσότεροι από 60,000 άνθρωποι υποβλήθηκαν σε έλεγχο ή σωματική έρευνα στους δρόμους της Αθήνας, ως αποτέλεσμα της μεγάλης επιχείρησης-σκούπα «Ξένιος Δίας». Παρά το πλήθος τους, στις συλλήψεις μόνο ένα μικρό ποσοστό παράτυπων βρέθηκε. Η επιχείρηση ήταν μάλλον σύμπτωμα μιας μεθοδευμένης στοχοποίησης βασισμένης στο φυλετικό κριτήριο, καθώς και μιας δαιμονοποίησης του κέντρου της πόλης ως άντρου εγκληματικότητας και παρανομίας νομιζω για να γινει ενα gentrification αργοτερα.  

Στη βιντεοσκοπημένη εκδοχή της δράσης βλέπουμε αστυνομικούς σε δίκυκλα, να περνούν γρήγορα δίπλα από την ομάδα που ακολουθεί η κάμερα. Ορισμένοι από τους αστυνομικούς γυρίζουν το κεφάλι προς την ομάδα και, αν και τα μάτια τους παραμένουν αόρατα πίσω από τα κράνη, η έκπληξη και η περιέργειά τους είναι αισθητή. Σε αυτή την ασήμαντη και σχεδόν αδιαίσθητη κίνηση του κεφαλιού τους διαισθανόμαστε ότι η παρουσία αυτής της ομάδας σε αυτούς τους δρόμους είναι κάτι έξω από το αναμενόμενο – ένα ξένο σώμα. Η κάμερα ακολουθεί την ομάδα καθώς περπατά αργά στους δρόμους, σταματώντας κάθε λίγο και λιγάκι για να σχηματίσει ένα χαλαρό κύκλο γύρω από το άτομο που διαβάζει, απαγγέλει  ένα ποίημα ή τραγουδάει.. Καθώς η ομάδα περπατά, σκιαγραφείται το πορτρέτο της πόλης και της καθημερινότητάς της: άνθρωποι ανεβαίνουν σε μηχανές, μπαίνουν σε αυτοκίνητα, περπατούν ή κοντοστέκονται μπροστά σε μαγαζιά. Συχνά, κάποιος περαστικός σταματά, μιλά στα μέλη της ομάδας ή και περπατά μαζί τους για λίγο. Η δράση βασίζεται σε μια διττή πρόταση: αφενός καταγράφει, αφετέρου διαταράσσει τις αφηγήσεις εκτοπισμού στο κέντρο της πόλης. Η αρχή και το τέλος της σχετίζονται με χώρους που ενεργά παράγουν αντι-αφηγήσεις σε σχέση με τον ηγεμονικό λόγο περί μετανάστευσης μέσα στην πόλη. Η δράση αντικαθιστά τα συνήθη συμβολικά φορτισμένα άκρα, που ενσαρκώνουν τη θεσμική εξουσία, με δυο χώρους αυτο-οργάνωσης, το Εμπρός και το Στέκι Μεταναστών. Και στους δυο χώρους, άτομα και συλλογικότητες συνεργάζονται μέσω της τέχνης, της ριζοσπαστικής πολιτικής και της εκπαίδευσης, ενάντια στην εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής παραγωγής και υπέρ της ενεργής αλληλεγγύης προς τους μετανάστες που ζουν στην πόλη.

Τα κείμενα που διαβάζονται κατά τη διάρκεια της δράσης ποικίλλουν: ακούγεται ένα απόσπασμα από τους ψαλμούς του Δαβίδ, ποιήματα που συνέθεσαν μέλη της ομάδας, ένα μικρό παράθεμα από τα κείμενα για τα κοινά των Χάρντ και Νέγκρι (Commonwealth, 2009). Όλα τους σχετίζονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τον εκτοπισμό, ως κεντρικό θέμα.Καθώς απαγγέλονται δημοσια στο δρομο συνιστούν μια αντι-γλώσσα, μια διακοπή της ρητορικής της ανομίας και του φόβου. Επεκτείνοντας την πρόταση του ιταλού φιλοσόφου Τζιόρτζιο Αγκάμπεν ότι η ποίηση είναι ένα είδος απενεργοποίησης της γλώσσας ως πληροφοριακού και επικοινωνιακού συστήματος, θα λέγαμε ότι οι δημόσιες αυτές αναγνώσεις απενεργοποιούν τη γλώσσα που χρησιμοποιεί η κατάσταση εξαίρεσης. Όπως αναμενόμενο για μια πόλη σε κρίση, η Αθήνα είχε κηρυχτεί σε τέτοια κατάσταση, με συμπτώματα όπως η αυξημένη αστυνόμευση, η ρητορική του επείγοντος και οι κατασταλτικές επιχειρήσεις του λεγόμενου «πολέμου κατά της ανομίας», που στοχοποιεί μεταναστευτικούς πληθυσμούς και αυτόνομους χώρους (Φιλιππίδης 2012).

Η ποίηση και η κατάσταση εξαίρεσης συναντώνται φευγαλέα στην έναρξη της δράσης. Ακριβώς τη στιγμή που περνούν με τις μηχανές οι αστυνομικοί, διαβάζεται μεγαλόφωνα ένα ποίημα για ένα κορίτσι που το έφεραν στην πόλη μέσα σ’ ένα φορτηγό.

Ο αργός ρυθμός της ομάδας έρχεται σε αντίθεση με το γρήγορο πέρασμα των αστυνομικών – θεματοφυλάκων του θεάματος της επιτήρησης – πάνω στις μηχανές. Κατά τη διάρκεια του περιπάτου,διάφορες μορφές κίνησης εναλλάσονται. Η σιωπηρή πορεία μπροστά από το Εμπρός μετατρέπεται λίγους δρόμους παρακάτω στον αργό χορευτικό βηματισμό του contact improvisation, όπου η σωματική επαφή πυροδοτεί νέες κινήσεις μεταξύ των μελών της ομάδας και των αυθορμήτως συμμετεχόντων περαστικών. Σε άλλες στιγμές καταγράφονται η στομφώδης χειρονομία που συνοδεύει την εκτέλεση ενός θεατρικού κειμένου, και ο σχεδόν αναπάντεχος στροβιλισμός ορισμένων μελών της ομάδας στην Πλατεία Ομονοίας.Αυτή η διαρκής ροή αντιστοιχεί ίσως στην εμπειρία κάποιου που περπατά στο κέντρο της πόλης και τις πολλές ετερότητες που το κατοικούν.

Επιχειρήσεις όπως ο «Ξένιος Δίας» συνοδεύτηκαν από μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η μετανάστευση ως το πρόβλημα του κέντρου της Αθήνας (Χατζόπουλος & Καμπούρη 2011). Εντοπίζοντάς την χωρικά, η μετανάστευση γίνεται ένα πρόβλημα ελεγχόμενο. Η δαιμονοποίηση παράγει μια στατική και ομοιογενή αντίλληψη που αγνοεί τις διάφορες κινητικότητες και επιτελεστικότητες που χαρακτηρίζουν τόσο τη μετανάστευση όσο και την αστική κίνηση.

Η δράση Περπατώντας στις διαδρομές του εκτοπισμού καθιστά ορατές τις διάφορες κοινωνικότητες που παράγονται στο κέντρο της Αθήνας, ενώ την ίδια στιγμή υπονομεύει την περιθωριοποίησή τους από τη ρητορική του ρατσισμού. Η κάμερα συλλαμβάνει θραύσματα των χωρο-κοινωνικών σχέσεων με τις οποίες η ομάδα έρχεται σε επαφή. Δίπλα στον Αφγανό που στέκεται μπροστά στο μαγαζί του, άτομα διαφορετικών εθνικοτήτων σχηματίζουν ομήγυρη, συζητούν, περιμένουν μια ενδεχόμενη προσφορά εργασίας ή φτιάχνουν αυτοσχέδια παζάρια. Περιστασιακά, τουρίστες κάνουν την εμφάνισή τους δίπλα στους ανθρώπους που τρέχουν να πιάσουν δουλειά, ενώ έφηβοι αράζουν σε παγκάκια. Επίσημες και άτυπες μορφές οικονομίας, μόνιμο και εφήμερο συνυπάρχουν εδώ. Καθώς η ομάδα περπατά, παράγει μια δική της χωρο-κοινωνική αφήγηση, η οποία σε συγκεκριμένες στιγμές πετυχαίνει να αλληλεπιδράσει με τους ποικίλους άλλους που συναντά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ομάδα όχι μόνο έρχεται σε επαφή με ετερότητες, αλλά διανοίγει και η ίδια ένα χώρο ετερότητας. Η παρουσία της, είναι φιλήσυχη κι εφήμερη, όμως διακόπτει την καθημερινότητα όπως αναμένεται εδώ.

Η δράση εξερευνά τις δυνατότητες μιας αφηγηματικής χαρτογραφισης με βάση τη διασύνδεση ανάμεσα σε σώμα, στο κείμενο και στον χώρο. Η μεγάλη  χειρονομία του σώματος που καταγράφει μια περιοχή καθώς περπατά, ενσωματώνει διάφορες μικρότερες χειρονομίες. Ροδοπέταλα στρώνονται στο έδαφος και γλαστράκια με βασιλικό προσφέρονται στους περαστικούς. Φρούτα μαζεύονται από μαγαζιά, για να δοθούν σε διαβάτες λίγα λεπτά αργότερα. Ανάγνωση κι ακρόαση παίρνουν τα ηνία όταν το σώμα σταματά μπροστά σε πολυσύχναστες εισόδους καταστημάτων, ξενοδοχείων και περιπτέρων. Τέτοιες χειρονομίες προτείνουν μια χαρτογράφηση που βασίζεται στην ανταλλαγή, στη συγκομιδή και στη χάραξη εφήμερων, αλλά ορατών ιχνών.

 Η χαρτογράφηση δεν παράγει τόσο για μια συνεκτική αφήγηση όσο για μια αφήγηση υπό κατασκευή, αποσπασματική όπως οι ιστορίες που συλλέγει μέσω της ώσμωσης και της αλληλεπίδρασης, παρατηρώντας κι αποτελώντας αντικείμενο παρατήρησης η ίδια. Η δράση ενεργοποιεί ένα νέο χώρο συγκατοίκησης, όπου διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές και ετερότητες διασταυρώνονται η μια με την άλλη.

Για τον νομαδικο τρόπο κατοίκησης ενός τόπου, γράφει η Braidotti: «Τα νομαδικά πολιτικά υποκείμενα διατηρούν και οριοθετούν σε υλικό επίπεδο έναν εμπειρικό υπερβατικό τόπο μεταβαλλόμενων γίγνεσθαι. Είναι σαρκικά υποκείμενα που, στην πραγματικότητα, επιθυμούν διακαώς ποιοτικές αλλαγές σε ηθικό επίπεδο, θέλοντας να νιώσουν οικεία μέσα στον κόσμο, την ίδια στιγμή που του αντιστέκονται» (Braidotti 2012) . [2]

Revolution Bodies

Περπατώντας στο κεντρο της Αθηνας σε συνεργασία με τη Diana Sabri («Σώμα και Πολιτική»).Ήταν μια σιωπηλή διαδρομή-περιπλάνηση μέσα από θραύσματα-ίχνη που αφορούν τη χαμένη μνήμη της πόλης, βιώματα,  ποιητικά αφηγήματα από το παρόν της, αφηγήσεις από εξεγέρσεις, μέσα από στάσεις σε συγκεκριμένους τόπους που συνδέονται με τη συλλογική μνήμη της πόλης, με τα κοινά, καθώς και με τους αγώνες και τις εξεγέρσεις.

Η δράση ηταν μια κριτική μεσα απο την επιτελεστικότητα στο Rethink Athens και στο πρόγραμμα ανακαλύπτοντας τον Εθνικό Κήπο που ηταν η κυριάρχη αφήγηση εκείνη την περίοδο αφήνοντας στην άκρη τους κατοίκους.Πρότεινε μια άλλη ανάγνωση της διαδρομής μέσα απο στάσεις σε συγκεκριμένους τόπους που συνδέονται με τη συλλογική μνήμη της πόλης,μεσα απο τα κοινά καθως και με τους αγώνες και τις εξεγέρσεις.(πλατεία Θεάτρου, το Δημοτικό θεατρο της Αθήνας που γκρεμιστηκε, την εξεγερση του Δεκέμβρη του 2008,την Ηλέκτρα Αποστόλου, τον Δεκέμβρη του 44.

Στους τόπους αυτούς αφήσαμε μικρά δώρα, που ήταν εικόνες και ιστορίες. Η δράση εστίασε στην εγρήγορση και στην ευαισθητοποίηση των αισθήσεών μας στην καθημερινότητα της πόλης και επιδίωξή μας ήταν να τη ζήσουμε ως συμμετέχοντες στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης της.Η διαδρομή κορυφώθηκε στον Εθνικό Κήπο, σ’ έναν τόπο της πόλης που εκφράζει τη γαλήνη και την ηρεμία, όπου η ιδέα της εξέγερσης εκφράστηκε με μια επιτέλεση μέσ’ από τα σώματα, την περιστροφή και την επανεφεύρεση της σχέσης τους με τη Φύση. Μοιράστηκαν κόκκινες ανεμώνες και διαβάστηκε ένα αφήγημα.  Ήταν δυο φωνές,  δυο λαλιές της πόλης: Η μια σχετίζεται με τη μνήμη της πόλης και περιλαμβάνει τα σημεία στάσης που αναφέραμε

και η άλλη είναι μια εσωτερική φωνή -λαλιά που μιλάει όπως:

“εδω μη φοβάσαι έλα λίγο πιο κοντά στην άκρη –κάποια ύψη προσφέρουν μια θέση φυγής απο τη τσιμεντένια ζούγκλα και κάποια άλλα προσφέρουν μια θέση για τον παρατηρητή..δεν είναι και τόσο ήσηχα αλλα βρίσκομαι ανάμεσα σε σώματα που αναπνέουν βαθειά στον ύπνο τους ,κάπου ταξιδεύουν κι αυτοί μέσα στα όνειρα τους,καμμιά φορά φοβάμαι μήπως τους ενοχλήσω εαν τύχει να ξυπνήσουν  μεσα στον εφιάλτη τους  …..”  

Το  πιο πρόσφατο πρότζεκτ «Το σπίτι ως ύφασμα» αφορά την ευαλωτότητα του σπιτιού και απευθύνεται κυριως σε γυναίκες μεσα απο συγκεκριμένες ερωτήσεις,(ήχητικό αρχείο).

Οι γυναίκες απαντούν στις ερωτήσεις σε χρωματιστά χαρτιά και χαρίζουν ενα κομμάτι ύφασμα.Oι ερωτήσεις είναι: Στον χώρο που κατοικείτε τώρα νοιώθετε σπίτι σας; Εάν έχετε εγκαταλείψει το σπίτι σας, τι νοσταλγείτε; Έχετε κάτι μαζί σας από αυτό;Έχετε ζήσει βία στο σπίτι σας; Απο ποιούς-ες Πως την αντιμετωπίσατε;Τι είναι για σας αυτό που εκφράζει το σπίτι;Πως φαντάζεστε το μελλοντικό σας σπίτι; Ποιό είναι αυτό το σπίτι που επιθυμείτε να επιστρέψετε;

Σήμερα ο νομαδισμός–εκτοπισμός  αναπτύσεται εξαιτείας  της μετακίνησης των μεταναστών  απο το πέρασμα τους απο την Αθήνα αλλα και απο το οτι πολλοί κάτοικοι νοικιάζουν τα σπίτια τους σε πλατφορμες όπως ΑΙRΒΝΒ και μένουν σε άλλα μικρότερα η μετακομίζουν λόγω εξώσεων η πλειστηριασμών η φεύγουν για δουλειά σε άλλες χώρες. Αυτο που παρατηρείται στην πόλη Αθήνα  είναι οτι οι τρύπες της πόλης, τα κενά της που πολλά είχαν μετατραπει σε καταλήψεις και σε χώρους των κοινών τα αδειάζουν βίαια.Μάλιστα σφραγίζονται οι είσοδοι με τσιμεντόλιθους (οπως στο πεμπτο λύκειο που το είδαμε να χανει τη λαλιά του μετα τη σφράγιση της εισόδου. Ο τοίχος είναι βουβός, αλλά η πόρτα μιλάει» επισημαίνει στοχαστικά ο Γκέοργκ Ζίμελ(περιπλανηση και νεωτερικοτητα.

Οι συναθροίσεις σωμάτων στην πόλη,η προσωρινή συγκατοίκιση–τα κοινά– αποκτούν ιδιαίτερη σημασία καθως και η διεκδίκηση του δημόσιου χωρου που ορίζεται απο τα σώματα μαζι. Η τέχνη σ αυτή την περίπτωση μπορεί να είναι ενσώματη αντίσταση στο φόβο,στη βία στον εξευγενισμό εχοντας επίγνωση του προσωρινού.

Ερωτήματα:Που ακούγεται η λαλιά της πόλης;

Πως εμποδίζεται να ακουστεί η λαλιά της;

Έχει ακόμη η Αθήνα λαλιά;

Που βρίσκονται οι φωνές της;

Ποιές καλλιτεχνικές πρακτικές  μπορούν να κάνουν να ακουστούν οι λαλιές;

  

[1] Braidotti 2012

[2] Το υλικό για τη δράση «Μας έδιωξαν απο εδώ περπατώντας στις διαδρομές του Εκτοπισμού “προέρχεται απο το κείμενο της Σέβη Τσάμπαλλα  Περπατώντας σε μεταβαλλόμενα εδάφη.νομαδισμός,μετανάστευση και κοινά στις δράσεις της νομαδικής αρχιτεκτονικής,που εμπεριέχεται στο Νομαδική Αρχιτεκτονική Περπατώντας σε ευάλωτα τοπία, εκδόσεις Futura, 2018

[i] Άλλη μια σειρά δράσεων πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Αγοράς, της Μπιενάλε της Αθήνας, to 2013. Βλ. http://nomadikiarxitektoniki.net/en/projects/utopia-meeting/they-forced-us-out-of-here-walking-the-routes-of-the-displaced-small-seeds/.